Πτωτικά κινήθηκαν χθες τα κινεζικά χρηματιστήρια, καθώς συμπαρασύρονται από τη νευρικότητα που έχει προκαλέσει στην αγορά κινεζικών ομολόγων η προσπάθεια του Πεκίνου να ανακόψει την ανοδική πορεία του χρέους. Το Πεκίνο εντείνει τις σχετικές προσπάθειες τον τελευταίο μήνα, και ειδικότερα μετά το συνέδριο του ΚΚΚ, και από τις 17 Νοεμβρίου η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας έχει δώσει στη δημοσιότητα σειρά ρυθμίσεων που περιορίζουν σημαντικά τη δραστηριότητα στον τομέα της διαχείρισης κεφαλαίων. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, πρόκειται για αγορά αξίας 9 τρισ. δολαρίων, ενώ άλλοι υπολογίζουν ότι φθάνει στα 15 τρισ. δολάρια. Περιορίζοντας, έτσι, τη ρευστότητα, προξένησε νευρικότητα στην αγορά κινεζικού χρέους, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων να παραμένουν από την περασμένη εβδομάδα στο επίπεδο του 4%. Εν τω μεταξύ, το χρέος εξακολουθεί να συσσωρεύεται στη δεύτερη οικονομία στον κόσμου και υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 300% του ΑΕΠ της.
Ο δείκτης εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης CSI300, που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια της Σεντζέν και της Σαγκάης, υποχώρησε χθες κατά 1,3%. Την περασμένη Πέμπτη υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 μηνών και κατά τις τελευταίες τρεις συνεδριάσεις έχει καταγράψει απώλειες άνω του 4%, περιορίζοντας τα κέρδη των τελευταίων 12 μηνών στο 22%. Το χρηματιστήριο της Σεντζέν έκλεισε με απώλειες 1,6%, της Σαγκάης με απώλειες 0,9% και ο δείκτης Hang Seng του Χονγκ Κονγκ με απώλειες 0,6%.
Η ανησυχία μεταφέρθηκε στις αγορές όλου του κόσμου, καθώς υποχωρούσαν οι τιμές των μετάλλων, που επηρεάζονται από οποιαδήποτε εξέλιξη στην Κίνα. Στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Λονδίνου, η τιμή του χαλκού υποχώρησε κατά 0,9%, ενώ η μετοχή της Antofagasta, εταιρείας χαλκού της Χιλής, έκλεισε με πτώση 1%. Μιλώντας στους Financial Times, ο Βιράι Πατέλ, αναλυτής συναλλάγματος στην ING, τόνισε ότι «η επιβολή αυστηρότερων κανόνων στην Κίνα έχει προκαλέσει ευρύτερη νευρικότητα στις αγορές». Κάποιοι άλλοι, πάντως, αποδίδουν την υποχώρηση στις υψηλές αποτιμήσεις των κινεζικών εταιρειών που ενθαρρύνουν τις μαζικές πωλήσεις με σκοπό την άντληση των κερδών. «Οι θεσμικοί επενδυτές προτιμούν να ρευστοποιήσουν στο τέλος του έτους, καθώς οι χρηματιστηριακές αξίες πλησιάζουν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα», σχολίασε μιλώντας στο Bloomberg ο Σεν Ζενγκιάνγκ, αναλυτής της Northeast Securities στη Σαγκάη. Την ίδια στιγμή, πάντως, το χρέος της Κίνας, έχει φθάσει στο 300% του ΑΕΠ της στο σύνολό του.
Διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ προειδοποιούν το Πεκίνο ότι, αν δεν ανακόψει την ανοδική πορεία του δανεισμού, κινδυνεύει από τραπεζική κρίση ή από ραγδαία επιβράδυνση της ανάπτυξης. Το χρέος του δημόσιου τομέα παραμένει ελεγχόμενο γύρω στο 46,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Προκαλεί, ωστόσο, ανησυχία η ιλιγγιώδης άνοδος του χρέους των νοικοκυριών, με το χρέος από καταναλωτικά δάνεια να έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 30% σε σύγκριση με τα μέσα του περασμένου έτους. Υπολογίζεται ότι τον Οκτώβριο κυμαινόταν σε επίπεδα γύρω στα 30,2 τρισ. γιουάν, ποσό αντίστοιχο των 4,5 τρισ. δολαρίων. Τα στεγαστικά δάνεια ιδιωτών εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 21,1 τρισ. γιουάν, ποσό αντίστοιχο των 3,2 τρισ. δολαρίων.
Παράλληλα, το χρέος των κινεζικών επιχειρήσεων αυξάνεται με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων ετών. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του Reuters, στα τέλη Σεπτεμβρίου το χρέος των 2.146 εισηγμένων κινεζικών επιχειρήσεων είχε αυξηθεί κατά 23% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Πρόκειται για έρευνα μεταξύ των 3/5 των εισηγμένων εταιρειών της χώρας, εξαιρουμένων εκείνων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς αυτές έχουν επηρεαστεί άμεσα από τα μέτρα του Πεκίνου. Ακόμα ταχύτερα αυξάνεται το χρέος των κρατικών εταιρειών της Κίνας, καθώς εμφανίζεται αυξημένο κατά 27% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους, σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα του Reuters
6,5% ο στόχος για την ανάπτυξη το 2018
Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει για να περιορίσει το δυσθεώρητο χρέος της Κίνας, το Πεκίνο εμμένει στους υψηλούς στόχους για την ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο. Ευελπιστεί ότι το επόμενο έτος το κινεζικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 6,5%. «Ο στόχος για το επόμενο έτος θα είναι ίδιος με εκείνον του τρέχοντος έτους», σχολίασε πηγή προσκείμενη στην κινεζική ηγεσία.
Τις προτεραιότητες της κινεζικής ηγεσίας σκιαγράφησε τον Οκτώβριο ο Κινέζος πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ, όταν στο συνέδριο του ΚΚΚ τόνισε ότι η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τους «μείζονες κινδύνους» που απειλούν την οικονομία της και να καταπολεμήσει τη φτώχεια και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Παράλληλα, δεσμεύθηκε ότι θα επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει η προηγούμενη κυβέρνηση να διπλασιάσει το ΑΕΠ της χώρας έως το 2020 και να μετατρέψει την Κίνα σε σύγχρονη ευημερούσα χώρα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτό προϋποθέτει ρυθμό ανάπτυξης περίπου 6,5% για κάθε ένα από τα επόμενα τρία χρόνια.
Την περασμένη χρονιά, η οικονομία της Κίνας σημείωσε ανάπτυξη 6,7%. Πρόκειται για τον χαμηλότερο ρυθμό των τελευταίων 26 ετών. Και ενώ ο στόχος που έχει θέσει το Πεκίνο για το τρέχον έτος είναι το 6,5%, τα πρώτα τρία τρίμηνα έχει ήδη σημειώσει ανάπτυξη 6,9%. Αυτός ο ρυθμός αποτελεί την πρώτη επιτάχυνση της ανάπτυξης έπειτα από επτά χρόνια.
Ετσι, αρκεί να αυξάνεται το κινεζικό ΑΕΠ κατά 6,5% τα επόμενα χρόνια, και θα επιτευχθεί ο στόχος για τον διπλασιασμό του έως το 2020. Η Κίνα οφείλει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης για μία ακόμη φορά στην ισχυρή εξωτερική ζήτηση για τα προϊόντα που εξάγει αλλά και στις επίμονα υψηλές δαπάνες από πλευράς του Πεκίνου. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας έχει διοχετεύσει περίπου 130 δισ. δολ. στην οικονομία της χώρας.
Σημειωτέον, ότι οι πολιτικοί ταγοί της Κίνας πρόκειται να συναντηθούν τον Δεκέμβριο, στο πλαίσιο του ετήσιου Κεντρικού Συνεδρίου Οικονομικών Εργασιών. Η συνάντηση θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των επενδυτών, που θα περιμένουν να δουν ποιες ακριβώς θα είναι οι προτεραιότητες για την κινεζική οικονομία.
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή φ. 28.11.2017)