Το φθινόπωρο του 1949, δύο εκατομμύρια Κινέζοι εθνικιστές, μεταξύ των οποίων και τα υπολείμματα της στρατιάς του Τσανγκ Καϊσέκ, εγκατέλειπαν την ηπειρωτική Κίνα για να εγκατασταθούν στη νησιωτική Ταϊβάν (πρώην Φορμόζα), έχοντας κατατροπωθεί από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό του Μάο Τσετούνγκ. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, κυβερνητικές αντιπροσωπείες των δύο πλευρών διεξάγουν απευθείας συνομιλίες, για πρώτη φορά από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η ιστορική αυτή συνάντηση δημιουργεί ελπίδες για την ειρηνική επίλυση του προβλήματος που αποτελεί εδώ και δεκαετίες πηγή αστάθειας στην ευαίσθητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, προκαλώντας σοβαρές εντάσεις μεταξύ Λαϊκής Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Συνοδευόμενος από είκοσι αξιωματούχους, ο Ταϊβανέζος υπουργός, αρμόδιος για τις σχέσεις με την ηπειρωτική Κίνα, Ουάνγκ Γουτσί, έφθασε χθες στην πόλη Ναντζίγκ της Ανατολικής Κίνας για να συναντήσει τον Ζανγκ Ζιτζούν, επικεφαλής του κινεζικού γραφείου που χειρίζεται τις σχέσεις με την Ταϊπέι. Οι συνομιλίες θα μεταφερθούν από αύριο στη Σαγκάη και προβλέπεται να διαρκέσουν συνολικά τέσσερις ημέρες. Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερήσια διάταξη, καθώς οι διαβουλεύσεις αποσκοπούν κυρίως στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης, πιθανολογείται ότι θα συζητηθούν κυρίως ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, όπως και το ενδεχόμενο διαπίστευσης μονίμων αντιπροσώπων μεταξύ των δύο πλευρών.
«Στο παρελθόν, ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί ότι θα καθόμασταν εδώ, στο ίδιο τραπέζι», δήλωσε προ της έναρξης των συνομιλιών ο εκπρόσωπος της Λαϊκής Κίνας, Ζανγκ Ζιτζούν. Προσέθεσε δε ότι «θα χρειαστούμε μεγαλύτερη φαντασία για τη διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης ανάμεσα στις δύο πλευρές». Η Λαϊκή Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο μέρος της εθνικής επικράτειας και δεν αποκλείει τη χρήση βίας για την επανένωση της χώρας.
Τον περασμένο Οκτώβριο, ο νέος πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζιπίνγκ, δήλωσε ότι η πολιτική επίλυση του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να αναβάλλεται επ’ άπειρον.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Ταϊβάν, Ουάνγκ Γουτσί, χαρακτήρισε τις συνομιλίες «ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές». Η Ταϊβάν εξακολουθεί να αυτοαποκαλείται Δημοκρατία της Κίνας, παρότι είναι η Λαϊκή Δημοκρατία εκείνη που αναγνωρίζεται διεθνώς ως ο μόνος, νόμιμος εκπρόσωπος της Κίνας. Πάντως, οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι άρχισαν να βελτιώνονται θεαματικά ύστερα από την εκλογή του Μα Γινγκζέου στις προεδρικές εκλογές του 2008, στην Ταϊβάν. Επικεφαλής του ιστορικού κόμματος Κουομιτάνγκ, του Τσανγκ Καϊσέκ, ο Μα δρομολόγησε σημαντικές οικονομικές συμφωνίες με το Πεκίνο, οι οποίες άνοιξαν τις πόρτες της Ταϊβάν σε εκατομμύρια τουρίστες από την ηπειρωτική Κίνα, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις της νήσου, ιδιαίτερα στα πεδία των νέων τεχνολογιών, να πραγματοποιήσουν μεγάλες επενδύσεις στην τεράστια κινεζική αγορά.
Η επιλογή της Ναντζίγκ για την έναρξη των συνομιλιών δεν θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη. Η πόλη-σύμβολο για τις σφαγές Κινέζων από τους Ιάπωνες επιδρομείς είχε επιλεγεί από τον Τσανγκ Καϊσέκ ως πρωτεύουσα της Κίνας, μέχρι την ήττα του από τον στρατό του Μάο. Στην ίδια πόλη γεννήθηκε ο ιδρυτής-πατέρας του σύγχρονου κινεζικού εθνικισμού, Σουν Γιατσέν, τη μνήμη του οποίου τιμούν τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Ταϊπέι. Ο Ουάνγκ Γουτσί επρόκειτο να επισκεφθεί σήμερα το μνημείο του σπουδαίου επαναστάτη, προτού μιλήσει σε Κινέζους φοιτητές στο πανεπιστήμιο της πόλης.
(AFP, REUTERS, η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH , 12-2-2014)