Στα ερείπια του τείχους που περιβάλει τη μικρή πόλη, μια γυναίκα μόνη. Χαμένη στις σκέψεις της, βυθισμένη στην πλήξη και την ανία της επαρχιακής ζωής, αναλογίζεται τα συντρίμμια της προσωπικής, τα αδιέξοδα της οικογενειακής ζωής, τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος.
Η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας Άνοιξη στη μικρή πόλη (Xiǎochéng zhī chūn/ 小城之春) του Φέι Μού (Fèi Mù) συνιστά ίσως και την πιο εμβληματική εικόνα της: η μοναχική γυναικεία φιγούρα με φόντο τα ερείπια ενώ ακούγεται η έμφορτη συναισθημάτων φωνή της. Η αίσθηση της μελαγχολίας και θλίψης, που η σκηνή αυτή επιβάλλει, διαχέεται σ’ όλη την ταινία: Είναι το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας νέας. Γυρισμένη στο μεταίχμιο των καιρών -το 1948 όταν ο εμφύλιος έβαινε προς το τέλος του, με την πλήρη επικράτηση των κομουνιστών-, η ταινία συλλαμβάνει την αίσθηση του μετέωρου, την αστάθεια στη ψυχολογία, όπως αυτή ανακλάται στις προσωπικές (και όχι μόνο) σχέσεις.
Βασισμένη στο διήγημα του Λι Τιέν-τζι (Lǐ Tiānjì), αφηγείται την άφιξη ενός νεαρού γιατρού σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του νότου. Μετά από 10 χρόνια απουσίας επισκέπτεται τον παλιό του φίλο, έναν ξεπεσμένο προύχοντα. Εκεί ανακαλύπτει ότι σύζυγός του είναι η πρώην αγαπημένη του που οι αναταραχές του πόλεμου τούς χώρισαν. Ο παλιός έρωτας αναθερμαίνεται και η νεαρή γυναίκα πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της για το μέλλον…
Δείγμα ενός κινέζικου μοντερνισμού, όπου ένα δυτικό είδος (το ερωτικό μελόδραμα) προσεγγίζεται μέσα από μια κινέζικη οπτική, η ταινία χαρακτηρίζεται από εμμονή στον υπαινιγμό, λεπτότητα και ευαισθησία, όταν σχεδιάζει τους χαρακτήρες, τα συναισθήματα και τη ψυχολογία τους. Αναμφίβολα ένα επίτευγμα  μοναδικό για την εποχή της, και όχι μόνο για το χώρο του κινέζικου κινηματογράφου.
Βασικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η νεαρή γυναίκα και εξ’ αρχής ο τόνος που επιβάλλεται είναι εξομολογητικός: Η με χρήση «voix off» έκθεση των σκέψεών της, η αποκάλυψη των προσωπικών της συναισθημάτων, στιγματισμένων από την απόγνωση, τη  μελαγχολία της ακινησίας και τη θλίψη της παραίτησης, είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Υπάρχει πάντα μια διάσταση ανάμεσα στις σκέψεις της γυναίκας –που συνιστούν από μόνες τους ένα σύμπαν ποιητικής υφής- και στα «πεζά και τετριμμένα» γεγονότα ενός ερωτικού μελοδράματος. Ταυτόχρονα, ενώ ο λόγος της γυναίκας είναι πλήρης συναισθηματικών διακυμάνσεων, τα επεισόδια της αφήγησης –δηλαδή οι εικόνες της ταινίας-, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χαρακτηρίζονται από «ψυχρότητα», συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος, από την απόκρυψη των αληθινών τους συναισθημάτων.
Δύο είναι οι δραματικοί χώροι της ταινίας. Ο πρώτος είναι το αρχοντικό που διαμένει το ζευγάρι. Ένας τόπος που φέρει σημάδια παρακμής και πτώσης, της προϊούσας φθοράς του χρόνου και της αναστάτωσης των καιρών. Εδώ κυρίως αναπτύσσονται, πάντα με τρόπο έμμεσο και υπαινικτικό, οι σχέσεις του ερωτικού τρίγωνου. Στον περίκλειστο αυτό χώρο, τα πρόσωπα εγκλείονται, δέσμια των κοινωνικών ειωθότων. Και από την άλλη υπάρχουν τα ερειπωμένα τείχη της πόλης, τόπος περιπάτου και ελευθερίας για την ηρωίδα, ο χώρος όπου οι συναντήσεις με τον αγαπημένο της διαδραματίζονται, όπου επιθυμίες, συναισθήματα, σκέψεις μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. Ταυτόχρονα όμως και ένας τόπος διαρκή υπόμνηση του αυτοκρατορικού μεγαλείου που ανεπιστρεπτί έχει χαθεί.
Μετέωροι ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο χώρους, οι δύο εραστές, δέσμιοι του κοινού τους παρελθόντος, στέκονται αναποφάσιστοι και διχασμένοι. Καθορίζονται από τη διάσταση ανάμεσα στο ερωτικό συναίσθημα (κρυφό και ανομολόγητο) και τα όσα οι υποχρεώσεις (κοινωνικές, οικογενειακές και άλλες) επιβάλλουν: κάτι τόσο τυπικό για το είδος του ερωτικού μελοδράματος. Καθώς όμως οι αλήθειες δεν λέγονται, η σκηνοθεσία αρνείται να δημιουργήσει δραματικές συγκρούσεις: μέσα από χειρονομίες, βλέμματα και σιωπές ιχνογραφεί τις ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων της. Η μοναδική σκηνή όπου, η διάσταση ανάμεσα στον εξομολογητικό και έγχρωμο από ερωτικό πόθο λόγο της ηρωίδας και στις «ψυχρές» εικόνες της ταινίας, καταλύεται είναι στα γενέθλια της «Μικρής Αδελφής» του συζύγου: αυτή η σκηνή συνιστά και τη δραματική κορύφωση. Τότε είναι που η μέθη θα φέρει στην επιφάνεια τα απωθημένα και κρυφά συναισθήματα, τότε είναι που η αλήθεια επιτέλους θα αποκαλυφθεί. Πάντα όμως «à la manière chinoise», μ’ ένα τρόπο υπαινικτικό και διακριτικό.
Ότι διαταράσσει τις ασταθείς ισορροπίες σ’ αυτό το ερωτικό τρίγωνο και ότι προωθεί την αφήγηση είναι η αισθηματική ανέλιξη ενός τετάρτου προσώπου. Η «Μικρή Αδελφή» -όπως διαρκώς χαϊδευτικά αποκαλείται απ’ όλους-, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του νεοφερμένου τον πρώτο της έρωτα και δεν διστάζει να εκφράσει με κάθε καθαρότητα τα συναισθήματά της. Πρόσωπο περιφερειακό στη δραματική πλοκή, που όμως σιγά-σιγά προωθείται στο προσκήνιο, θα επιβάλλει την οπτική της (και τη λύση) στο ερωτικό δράμα. Ότι φέρνει στο προσκήνιο δεν είναι παρά η ορμή του νέου -και εδώ οι (πολιτικές) αναφορές στην επερχόμενη σαρωτική νίκη των κομμουνιστών και στις ελπίδες που την συνοδεύουν είναι νόμιμες. Παρατηρώντας το νέο ζευγάρι να απομακρύνεται στο τέλος, η ηρωίδα εν μέσω των ερειπωμένων τειχών, τώρα μαζί με τον σύζυγό της, μοιάζει συμφιλιωμένη: Αναμφίβολα όμως θα αισθάνεται βαρύ και αμείλικτο το πέρασμα του χρόνου…

Δημήτρης Μπάμπας

Υ.Γ. Η ταινία μετά τη νίκη των κομμουνιστών, λόγω του «αστικού και παρακμιακού» χαρακτήρα της, χάθηκε και μόνο μετά την πολιτιστική επανάσταση κυκλοφόρησε ξανά. Θεωρείται από τους κριτικούς του Χονγκ Κονγκ ως η καλύτερη κινέζικη ταινία όλων των εποχών. Κυκλοφορεί σε DVD με αγγλικούς υπότιτλους. Επιπλέον διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://archive.org/details/spring_in_a_small_town,  είτε για προβολή είτε για «κατέβασμα».
Ένα remake της ταινίας από τον Tian Zhuangzhuang, υπό τον διεθνή τίτλο Springtime in a Small Town (2002), βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας με το βραβείο San Marcos.