Διονύσιος Χουρχούλης*
Οι πρώτες σημαντικές τριβές ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είχαν εμφανιστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι σινοσοβιετικές σχέσεις, που είχαν υπάρξει εγκάρδιες κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950, επιδεινώθηκαν κατακόρυφα το 1960, όταν και επήλθε η ρήξη ανάμεσα στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Αυτή επισημοποιήθηκε και έλαβε μόνιμα χαρακτηριστικά την επόμενη διετία (1961-1962): το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) κατηγόρησε την ηγεσία του ΚΚΣΕ ως «ρεβιζιονιστές προδότες» και τελικά οι δύο χώρες προχώρησαν στη διακοπή των διμερών τους σχέσεων. Η σινοσοβιετική ρήξη υπήρξε γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου και γενικότερα της ιστορίας του μεταπολεμικού κόσμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, Σοβιετική Ενωση και Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ΚΚΣΕ και ΚΚΚ, εξαπέλυαν βαρύτατες αμοιβαίες κατηγορίες για απόκλιση από τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και ανταγωνίζονταν για επέκταση της επιρροής τους στον Τρίτο Κόσμο. Παράλληλα, ήρθαν στην επιφάνεια και συνοριακές διαφορές που είχαν τις ρίζες τους στην επέκταση της τσαρικής Ρωσίας στην Απω Ανατολή κατά τον 19ο αιώνα και που δεν είχαν επιλυθεί οριστικά ούτε με την υπογραφή της σινοσοβιετικής συνθήκης Φιλίας, Συμμαχίας και Αμοιβαίας Βοήθειας του Φεβρουαρίου 1950.
Η ένταση κλιμακώθηκε επικίνδυνα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο Μάο καυτηρίασε επανειλημμένως τον «διεθνή αναθεωρητισμό» της Μόσχας και το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί «κατείχαν υπερβολικά πολλά εδάφη [άλλων κρατών]». Πάντως, σε εκείνη τη χρονική συγκυρία η κινεζική ηγεσία δεν επιθυμούσε ανεξέλεγκτη επιδείνωση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση, αλλά την υπογραφή νέας συνθήκης που θα επέλυε τις διμερείς συνοριακές διαφορές με τρόπο ικανοποιητικό για το Πεκίνο. Αφενός, η κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ και η κατακόρυφη αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στα νότια της Κίνας, και αφετέρου η αποσταθεροποίηση που προκάλεσε στην Κίνα η εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966, δεν άφηναν πολλά περιθώρια στον Μάο να ακολουθήσει συγκρουσιακή πολιτική έναντι της Μόσχας.
Σφοδρές συγκρούσεις στον ποταμό Ουσούρι
Παρ’ όλα αυτά, η ένταση στις σινοσοβιετικές σχέσεις συνέχισε να αυξάνεται το 1968. Στις 5 Ιανουαρίου 1968 έλαβε χώρα το πρώτο αιματηρό περιστατικό στην παραμεθόριο
στον ποταμό Ουσούρι, όταν σοβιετικές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον ενός κινεζικού αποσπάσματος σε μία από τις διαφιλονικούμενες νησίδες. Επίσης, η
σοβιετική επέμβαση στη Τσεχοσλοβακία και η κατάπνιξη της Ανοιξης της Πράγας τον Αύγουστο του 1968 προκάλεσαν ρίγη ανησυχίας για τις σοβιετικές προθέσεις όχι μόνο στη Δύση αλλά και στο Πεκίνο. Μέχρι τα τέλη του 1968 επικράτησε προσωρινή ηρεμία.
Ωστόσο, σύννεφα πολέμου συσσωρεύονταν πάνω από τη σινοσοβιετική μεθόριο, καθώς ΕΣΣΔ και Κίνα είχαν μετακινήσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες και πολλές εκατοντάδες αεροσκάφη, τεθωρακισμένα και άλλο βαρύ οπλισμό. Η ένταση οξύνθηκε όταν έλαβε χώρα σειρά επεισοδίων με επίκεντρο το νησί Ζενμπάο (ή Νταμάνσκι) στον Ουσούρι στα τέλη Δεκεμβρίου 1968, και έπειτα τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1969.
Μεγαλύτερης έντασης και πολύ πιο επικίνδυνα ήταν τα επεισόδια που ξέσπασαν στο συγκεκριμένο νησί στις 2 και 15 Μαρτίου 1969. Η κινεζική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία
–και προσωπικά ο Μάο– επιθυμούσε να διδάξει ένα σκληρό «μάθημα» στους Σοβιετικούς και προετοιμάστηκε προσεκτικά για να εξαπολύσει αιφνιδιαστικές, καλά συντονισμένες αντεπιθέσεις με επίλεκτες μονάδες. Στην πρώτη περίπτωση, κινεζικές περίπολοι έστησαν ενέδρα σε ένα σοβιετικό απόσπασμα που είχε σταλεί προκειμένου να παρενοχλήσει και απωθήσει τους Κινέζους στρατιώτες. Στην ανταλλαγή πυρών που ακολούθησαν σκοτώθηκαν πολλές δεκάδες στρατιώτες. Οι Σοβιετικοί υπέστησαν τις περισσότερες απώλειες, καθώς αιφνιδιάστηκαν από την αποτελεσματικότητα της κινεζικής αντίστασης. Η επόμενη σύγκρουση (της 15ης Μαρτίου) υπήρξε ακόμα πιο σφοδρή. Οι δύο πλευρές είχαν ενισχύσει τις δυνάμεις τους, ενώ οι Σοβιετικοί χρησιμοποίησαν και μικρό αριθμό τεθωρακισμένων. Οι Κινέζοι διατηρούσαν, όμως, αριθμητική υπεροχή. Αρκετές δεκάδες Κινέζοι και ακόμα περισσότεροι Σοβιετικοί αξιωματικοί και οπλίτες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Νεκρός έπεσε και ο συνταγματάρχης που διοικούσε το σοβιετικό απόσπασμα.
Μεγάλος κίνδυνος κλιμάκωσης της κρίσης
Ο Μάο εμφανίστηκε ικανοποιημένος από την έκβαση των παραπάνω επεισοδίων. Θεωρούσε ότι η σοβιετική «επιθετικότητα» είχε ανασχεθεί και ότι διατηρούνταν σε εγρήγορση ο κινεζικός λαός και ο κομματικός μηχανισμός. Ωστόσο, έχοντας επίγνωση της στρατιωτικής υπεροχής του σοβιετικού κολοσσού, δεν επιθυμούσε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της σινοσοβιετικής κρίσης. Ετσι, οι κινεζικές δυνάμεις στην μεθόριο στον Ουσούρι διατάχθηκαν να αποφύγουν ένα νέο επεισόδιο με τους Σοβιετικούς (αν και οι σποραδικές ανταλλαγές πυροβολικού συνεχίστηκαν). Δημοσίως, ο Μάο και άλλοι ανώτατοι Κινέζοι αξιωματούχοι καλούσαν τον λαό και το κόμμα σε εγρήγορση και δεν απέκλειαν την πιθανότητα έκρηξης μείζονος σινοσοβιετικού πολέμου, ακόμα και πυρηνικού.
Αυτές οι διακηρύξεις αποσκοπούσαν να εξυπηρετήσουν τις σκοπιμότητες του Μάο στο εσωτερικό. Ωστόσο, σε συνάρτηση με τα μεθοριακά επεισόδια του Μαρτίου, η σοβιετική
ηγεσία εξέλαβε διαφορετικά τις κινεζικές προθέσεις. Μερίδα των μελών του Πολίτμπιρο του ΚΚΣΕ ανησυχούσε ότι ο Μάο ίσως ήταν τόσο απερίσκεπτος, ώστε να προχωρήσει
τελικά σε μια πολεμική αναμέτρηση με τη Σοβιετική Ενωση. Διαλλακτικότερος όλων εμφανιζόταν ο πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν. Αντιθέτως, η σοβιετική στρατιωτική ηγεσία, προεξάρχοντος του υπουργού Αμυνας στρατάρχη Αντρέι Γκρέτσκο, ήταν πρόθυμη να εξαλείψει διά παντός «τον κινεζικό κίνδυνο», ακόμα και με την εξαπόλυση ενός προληπτικού πυρηνικού πλήγματος. Παράλληλα, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στο Πεκίνο, απεστάλησαν νέες σοβιετικές ενισχύσεις κατά μήκος της σινοσοβιετικής μεθορίου, διεξήχθησαν μεγάλα σοβιετικά γυμνάσια στη σοβιετική Απω Ανατολή και ξεκίνησε συστηματικός βομβαρδισμός με πυροβολικό των κινεζικών θέσεων στο Ζενμπάο. Καταστρώθηκαν επίσης σχέδια ανάληψης περιορισμένων επιθετικών επιχειρήσεων στον δυτικό τομέα των σινοσοβιετικών συνόρων, όπου οι σοβιετικές γραμμές ανεφοδιασμού ήταν πολύ βραχύτερες των αντίστοιχων κινεζικών. Οι επανειλημμένες σοβιετικές ανακοινώσεις και διπλωματικές νότες που καλούσαν σε διπλωματική επίλυση της κρίσης (που συνοδεύονταν κι από άμεσες ή έμμεσες απειλές για ανάληψη στρατιωτικών αντιμέτρων, αν η Κίνα συνέχιζε τις «προκλήσεις»), δεν έγιναν αποδεκτές από το Πεκίνο.
Τότε, η σοβιετική ηγεσία έδωσε το «πράσινο φως» για την εξαπόλυση ανταποδοτικού πλήγματος στον δυτικό τομέα της σινοσοβιετικής μεθορίου, στην περιοχή Τιελεκέτι στο
Ξινγκιάνγκ. Στις 13 Αυγούστου ένα ισχυρό σοβιετικό απόσπασμα εξόντωσε ένα πολύ μικρότερο κινεζικό (δύναμης τριάντα ανδρών). Οι Σοβιετικοί δεν θεωρούσαν απίθανη μια
δυσανάλογη αντίδραση του Μάο και ήταν προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, εξετάζοντας την πιθανότητα ανάληψης περαιτέρω προληπτικής στρατιωτικής δράσης.
Βολιδοσκόπησαν μάλιστα όχι μόνο τους Ανατολικοευρωπαίους συμμάχους τους, αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση για το ποια στάση θα κρατούσαν σε μια τέτοια περίπτωση.
Βήματα εξομάλυνσης σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας
Η νέα κλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στην Κίνα τον Αύγουστο του 1969 κλόνισε την κινεζική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Μέχρι τότε, οι
Κινέζοι θεωρούσαν δεδομένο ότι η Απω Ανατολή δεν αποτελούσε προτεραιότητα της σοβιετικής στρατιωτικής στρατηγικής. Σύντομα, έφτασαν στο Πεκίνο πληροφορίες για τις
σοβιετικές βολιδοσκοπήσεις των προθέσεων των Ανατολικοευρωπαίων. Τότε, η κινεζική κυβέρνηση εξέδωσε διαταγές για τη λήψη διάφορων αμυντικών μέτρων στα μεγάλα αστικά κέντρα καθώς και στις βόρειες παραμεθόριες περιοχές, όπου οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός – ΛΑΣ) ετέθησαν σε ύψιστο βαθμό ετοιμότητας.
Τον Σεπτέμβριο του 1969 διεφάνη μια προοπτική αποκλιμάκωσης της κρίσης, όταν άνοιξε ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Μόσχας - Πεκίνου μέσω του Βόρειου Βιετνάμ. Η
σοβιετική πλευρά εκδήλωσε για άλλη μία φορά τη βούληση για την έναρξη συνομιλιών. Τελικά, οι Κινέζοι δέχθηκαν να λάβει χώρα στις 11 Σεπτεμβρίου συνάντηση ανάμεσα στους πρωθυπουργούς Τσου Εν Λάι και Κοσίγκιν (ο οποίος επέστρεφε στη Μόσχα από την κηδεία του Βορειοβιετναμέζου ηγέτη Χο Τσι Μινχ) στο αεροδρόμιο του Πεκίνου. Η συνάντηση συνέβαλε στο να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις ότι οι δύο κυβερνήσεις δεν επεδίωκαν την προσφυγή στα όπλα αλλά τη διπλωματική επίλυση της κρίσης. Ωστόσο, η κινεζική ηγεσία δεν πείστηκε για τις σοβιετικές προθέσεις. Θεωρήθηκε ότι η ΕΣΣΔ υιοθετούσε πιο διαλλακτική στάση προκειμένου να παραπλανήσει και να καθησυχάσει την Κίνα, ώστε να εξαπολύσει τις επόμενες εβδομάδες ένα ισχυρό αιφνιδιαστικό πλήγμα. Πιθανές ημερομηνίες εξαπόλυσης της σοβιετικής επίθεσης θεωρήθηκαν η 1η και η 20ή Οκτωβρίου. Ετσι, ο Μάο, η ηγετική ομάδα του ΚΚΚ, καθώς και η ηγεσία του ΛΑΣ αποφάσισαν τη λήψη νέων έκτακτων αμυντικών μέτρων.
Μάλιστα, πολλοί ανώτατοι Κινέζοι αξιωματούχοι –και ο ίδιος ο Μάο– εγκατέλειψαν το Πεκίνο και διεσπάρησαν στην ενδοχώρα της Κίνας.
Τελικά, η ΕΣΣΔ δεν εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της Κίνας. Σταδιακά η κρίση αποκλιμακώθηκε, αν και η εκατέρωθεν συγκέντρωση στρατευμάτων συνεχίστηκε και κατά την επόμενη διετία. Τα μεθοριακά επεισόδια του 1969, η ενίσχυση της σοβιετικής στρατιωτικής παρουσίας στην Απω Ανατολή και η επίταση της αμοιβαίας καχυποψίας και εχθρότητας Σοβιετικής Ενωσης και Κίνας προλείαναν το έδαφος και για μια άλλη εξέλιξη: την προσέγγιση της Κίνας με τις ΗΠΑ, η οποία έλαβε χώρα το 1971-72. Αλλωστε, μετά τα μέσα του 1969 η προεδρία Νίξον είχε κάνει τις πρώτες χειρονομίες καλής θέλησης προς το Πεκίνο. Συνάμα, με την έναρξη της εφαρμογής της πολιτικής της «βιετναμοποίησης», δηλαδή της σταδιακής αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων στο Ν. Βιετνάμ, μειωνόταν και η πρόσληψη της αμερικανικής απειλής για την Κίνα. Για τους Κινέζους ηγέτες, οι Σοβιετικοί «σοσιαλιμπεριαλιστές» είχαν πλέον καταστεί πιο επικίνδυνος γεωπολιτικός αντίπαλος από τους Αμερικανούς «ιμπεριαλιστές». Πράγματι, οι σινοσοβιετικές σχέσεις δεν βελτιώθηκαν παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
* Ο κ. Διονύσιος Χουρχούλης διδάσκει Ιστορία Διεθνών Σχέσεων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
(δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή φ. 11.02.2018)