της Martine Bulard/ Le Monde diplomatique | Ελληνική Έκδοση

Η απεσταλμένη της Monde diplomatique εξετάζει το αγροτικό μοντέλο της Κίνας, που πλέον δυσλειτουργεί, χωρίς η συγκαλυμμένη ιδιωτικοποίησή του να προοιωνίζεται κάτι θετικό για τις μάζες των εκπτωχευμένων αγροτών.

«Σήμερα, το κινεζικό γεωργικό σύστημα είναι μπλοκαρισμένο». Ο οικονομολόγος Γουέν Τιεζούν, διευθυντής της Σχολής Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου στο Πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου, δεν μασάει τα λόγια του. Βέβαια, αυτό δεν τον εμποδίζει να αναγνωρίσει ότι «καθώς η χώρα οφείλει να θρέψει το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού έχοντας στη διάθεσή της το 9% της παγκόσμιας καλλιεργήσιμης γης και το 6% του γλυκού νερού, η πρόκληση είναι τεράστια».

Μέσα σε τριάντα χρόνια, η Κίνα κατόρθωσε τουλάχιστον να εξαλείψει την πείνα και τους λιμούς. Ήδη από το 1979, όταν δρομολογήθηκε η μεταρρύθμιση, η γη αποκολεκτιβοποιήθηκε και η χρήση της κατανεμήθηκε κατ’ ισομοιρία σε όλους τους αγρότες, ενώ η ιδιοκτησία της εξακολούθησε να ανήκει στην κοινότητα. Καθώς τα τρία τέταρτα του πληθυσμού συνέχισαν να κατοικούν στην ύπαιθρο, καθένας κληρονομούσε το δικαίωμα της χρήσης μικρών αγροτεμαχίων, τα οποία καλλιεργούσε όπως αυτός ήθελε. Οι σοδειές άρχισαν να γίνονται πιο πλούσιες, χάρη στα λιπάσματα και στην καλύτερη ποιότητα των σπόρων. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνισή τους μικρές τοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξασφάλιζαν συμπληρωματικό εισόδημα στους κατοίκους. Ωστόσο, επρόκειτο μονάχα για μια παρένθεση: όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με τους νόμους της αγοράς, οι επιχειρήσεις δεν άντεξαν στην πίεση. Για να επιβιώσουν οι οικογένειες, ένα τουλάχιστον μέλος τους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό και να γίνει ένας από τους περιβόητους «μινγκόνγκ», τους εσωτερικούς μετανάστες που προσφέρουν φτηνό εργατικό δυναμικό στις ξένες πολυεθνικές, οι οποίες ξαφνικά γοητεύτηκαν από το κινεζικό μοντέλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η κατάσταση όσων έμειναν στην ύπαιθρο ήταν τόσο κακή, ώστε ένα στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος, ο Λι Σκανγκπίνγκ, απηύθυνε ανοικτή επιστολή στον τότε πρωθυπουργό Ζου Ρονγκζί, η οποία δημοσιεύτηκε στη «Nanfang Zhoumo», μια από τις εφημερίδες της χώρας με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία: «Η μοίρα των χωρικών είναι θλιβερή. Η ύπαιθρος είναι πραγματικά φτωχή και η γεωργία βρίσκεται σε κρίση» (1). Αυτή η πρωτοφανής ενέργεια προκάλεσε σάλο και κάθε άλλο παρά ενθουσίασε τις κεντρικές αρχές. Ωστόσο, το 2006, η κυβέρνηση κατάργησε τους φόρους που πλήρωναν οι κάτοικοι της υπαίθρου, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στο 6-7% του εισοδήματός τους.
Αυτή η στροφή σηματοδότησε την αρχή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν «να παίρνουμε λιγότερα, να δίνουμε περισσότερα και να απελευθερώσουμε τις πρωτοβουλίες», όπως συνοψίζει ο Λιν Γουανλόνγκ, διευθυντής σπουδών και καθηγητής στο Κολλέγιο Οικονομίας και Διαχείρισης του Γεωργικού Πανεπιστημίου του Πεκίνου. Μάλιστα, η πανεπιστημιούπολή του είναι μία από τις ελάχιστες της πρωτεύουσας όπου κάποιος μπορεί να συναντήσει ένα μεγάλο άγαλμα του Μάο Τσετούνγκ. Στα μέτρα που ελήφθησαν συγκαταλεγόταν η καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην ύπαιθρο (ντιμπάο), η παροχή οικονομικής ενίσχυσης για την αγορά σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και μηχανημάτων και η καθιέρωση ελάχιστης εγγυημένης τιμής για ορισμένα προϊόντα όπως το σιτάρι, το βαμβάκι, η σόγια. Από 77,4 δισ. γιουάν το 1996, οι επιδοτήσεις αυξήθηκαν στο 1,3 τρισ. γιουάν (περισσότερα από 198 δισ. ευρώ) το 2014.
Παρόλα αυτά, το μέσο εισόδημα των οικογενειών της υπαίθρου εξακολουθεί να παραμένει τρεις φορές χαμηλότερο από εκείνο των οικογενειών που ζουν στις πόλεις: 8.896 γιουάν, έναντι 26.995 γιουάν. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του υπουργείου Γεωργίας, το 20% της καλλιεργούμενης γης έχει πληγεί από τη ρύπανση. Οι καταναλωτές δεν έχουν εμπιστοσύνη στα ντόπια προϊόντα λόγω των συνεχών διατροφικών σκανδάλων: νοθευμένο γάλα, μολυσμένο χοιρινό, λάχανο με φορμόλη κ.λπ. Η γη έχει εξαντληθεί από την αλόγιστη χρήση λιπασμάτων, κυρίως στα μικρά αγροτεμάχια: 64,75 κιλά ανά καλλιεργούμενο στρέμμα, τη στιγμή που σε μια χώρα όπως η Γαλλία (η οποία δεν φημίζεται για τη φειδώ της σε αυτόν τον τομέα) η αντίστοιχη ποσότητα ανέρχεται μόλις στα 13,7 κιλά. Στον Βορρά, παρατηρείται έλλειψη νερού. Σε εθνικό επίπεδο, παρατηρείται κατατεμαχισμός των γεωργικών κλήρων, οι οποίοι κατά μέσον όρο δεν ξεπερνούν τα 8 στρέμματα.
Επιπλέον, οι Κινέζοι καταναλώνουν λιγότερα δημητριακά και περισσότερο κρέας. Στο εξής, τα δύο τρίτα του παραγόμενου καλαμποκιού χρησιμεύει ως ζωοτροφή, ενώ έχουν κάνει την εμφάνισή τους και γιγάντιες κτηνοτροφικές μονάδες: ήδη, τα τρία τέταρτα των χοίρων που πωλούνται στη χώρα έχουν εκτραφεί σε βιομηχανικού τύπου κτηνοτροφικές μονάδες· καθεμία από αυτές έχει δυναμικότητα πάχυνσης μεγαλύτερη των 3.000 χοίρων (2). Τέλος, ορισμένα επιδοτούμενα προϊόντα (βαμβάκι, σόγια) κοστίζουν πολύ περισσότερο από τα εισαγόμενα. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκεται το κράτος με αποθέματα προϊόντων τα οποία μπορεί να πουλήσει μονάχα με ζημία, και τα οποία τις περισσότερες φορές σαπίζουν. Πρόκειται για ένα πραγματικό αδιέξοδο.
Η Κίνα έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο εισαγωγέα σόγιας παγκοσμίως (οι σημαντικότεροι προμηθευτές της είναι κατά σειρά κατάταξης οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βραζιλία και η Αργεντινή), ενώ αγοράζει και σιτάρι (από την Αυστραλία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Βέβαια, η Κίνα εξακολουθεί να είναι ο πρώτος παγκόσμιος παραγωγός ρυζιού, σιταριού και τσαγιού, καθώς και ο δεύτερος παραγωγός καλαμποκιού, αλλά με κόστος το οποίο ολοένα αυξάνεται.
Η απάντηση που σκοπεύει να δώσει η κινεζική κυβέρνηση σε αυτά τα προβλήματα συνίσταται σε ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού: μείωση των επιδοτήσεων και αύξηση των εισαγωγών, στο πλαίσιο των συμφωνιών για την ελευθερία των ανταλλαγών, συνένωση αγροτεμαχίων και επιτάχυνση της αστικοποίησης, όπως προβλέπει ένα σχέδιο που προωθεί την αύξηση των εσωτερικών μεταναστών κατά επιπλέον 20-25 εκατομμύρια μέχρι το 2020.
Στους πλέον ένθερμους υποστηρικτές αυτού του προγράμματος συγκαταλέγεται o Νινγκ Γκαονίνγκ, το αφεντικό του κρατικού ομίλου China National Cereals, Oils and Foodstuffs Corporation (Cofco), για τον οποίο η μοναδική λύση είναι η «ελευθερία των ανταλλαγών». Η Cofco παράγει, μεταποιεί, εισάγει και εξάγει διάφορα προϊόντα και, παρεμπιπτόντως, αγοράζει γη στο εξωτερικό. Όσο κι αν αποτελεί όμιλο επιχειρήσεων που ανήκει στο κράτος, δεν λέει ποτέ όχι σε οτιδήποτε προωθεί την απορρύθμιση της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Τσεν Ξιβέν, τον υπεύθυνο για τις μεταρρυθμίσεις στους κόλπους της Κεντρικής Ομάδας για τα Ζητήματα της Υπαίθρου που συγκρότησε, το 2014, το κυβερνητικό Συμβούλιο των Κρατικών Υποθέσεων, «το 26% των οικογενειών των αγροτών έχουν ήδη μεταβιβάσει το δικαίωμα χρήσης της γης τους· μάλιστα, οι παραχωρηθείσες εκτάσεις αντιστοιχούν στο 28% της συνολικής καλλιεργούμενης γης». Η «μεταβίβαση» δεν έχει τίποτε το αυθόρμητο και το εκούσιο. Οι τοπικοί κομματικοί παράγοντες πιέζουν τους χωρικούς να μεταβιβάσουν τα δικαιώματα χρήσης της γης σε εξευτελιστική τιμή (το τίμημα υπολογίζεται με βάση το εισόδημα που θα μπορούσε να τους αποφέρει η καλλιέργεια του αγροτεμαχίου) και στη συνέχεια πουλάνε πανάκριβα τα δικαιώματα στους εργολάβους ή στις επιχειρήσεις του αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος. Με αυτόν τον τρόπο, οι αγρότες μετατρέπονται σε ακτήμονες δίχως την παραμικρή πηγή εισοδήματος ή ακόμα σε εικονικούς εταίρους σε «συνεταιρισμούς», στη διαχείριση των οποίων δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τον παραμικρό έλεγχο και αναγκάζονται ουσιαστικά να μετατραπούν σε εργάτες γης στα ίδια τους τα χωράφια.
Η συγκαλυμμένη ιδιωτικοποίηση πυροδοτεί πλήθος αντιδράσεων. Ο ίδιος ο Τσεν αναγνωρίζει ότι υπάρχει διάσταση απόψεων ακόμα και στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας. Όπως δήλωσε, «αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ομοφωνία στο ζήτημα της μεταρρύθμισης του συστήματος ιδιοκτησίας της γης. Σε ορισμένα ζητήματα, οι απόψεις των κοινωνικών εταίρων (κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση, βιομηχανικοί όμιλοι, χωρικοί) αποκλίνουν σημαντικά». Έτσι, ώσπου να εξευρεθεί κάποια λύση, συνεχίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις, δίχως να το παραδέχονται.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Λιν, αν και στην αρχή της συνάντησής μας, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γεωργικό Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, κρατούσε εξαιρετικά επιφυλακτική στάση, δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων: «Δεν είμαι υπέρμαχος της άποψης ότι οφείλουμε να αφήσουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις (του αγροτοβιομηχανικού τομέα και του τομέα των τροφίμων) να καθοδηγήσουν την πορεία των αλλαγών. Εάν επιθυμούμε κάθε κινεζική οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση να φτάσει το μέγεθος της μέσης ευρωπαϊκής αντίστοιχής της, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα καθεμία από τις οικογένειες αγροτών που θα εξακολουθήσουν να απασχολούνται στη γεωργία να κατέχει γη που αντιστοιχεί σήμερα σε 80 οικογένειες αγροτών. Και τι θα τις κάνουμε τις άλλες 79 οικογένειες; Πού θα στοιβάξουμε αυτόν τον κόσμο; Και τι πηγές εισοδήματος θα διαθέτει τότε; Είναι προφανές ότι αυτός ο στόχος δεν είναι ρεαλιστικός».
Πόσω μάλλον που οι αγρότες που εκδιώκονται από τη γη τους καταφεύγουν στις πόλεις, εντελώς απροστάτευτοι. Χωρικοί γεννήθηκαν και χωρικοί εξακολουθούν να παραμένουν: αυτό γράφει εξάλλου και το «χούκου» τους, το εσωτερικό διαβατήριο με το οποίο πραγματοποιούνται οι μετακινήσεις εντός της χώρας. Έτσι, δεν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι όσοι έχουν γεννηθεί στην πόλη. Το «χούκου», το οποίο καθιερώθηκε το 1958 για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος του πληθυσμού και, στη συνέχεια, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να συσσωρευτούν οι πληθυσμοί της υπαίθρου σε τενεκεδουπόλεις στα αστικά κέντρα, έχει μετατρέψει τους εσωτερικούς μετανάστες σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οι οποίοι στερούνται των πλέον στοιχειωδών δικαιωμάτων: να γράψουν το παιδί τους σε δημόσιο σχολείο, να απολαμβάνουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να αγοράσουν μια κατοικία, ακόμα και στην περίπτωση που διαθέτουν τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους… Βέβαια, η κυβέρνηση υπόσχεται αλλαγές. Με εξαίρεση τις μεγάλες μητροπόλεις (Πεκίνο, Σαγκάη, Τσονγκίνγκ), λέγεται ότι το «χούκου» θα αντικατασταθεί από ένα απλό δελτίο ταυτότητας ή από ένα πιστοποιητικό διαμονής, το οποίο θα εξασφαλίζει τα ίδια δικαιώματα σε όλους. Ωστόσο, για την ώρα, η μεταρρύθμιση έχει βαλτώσει. Οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης διστάζουν να αυξήσουν τη φορολογία για να εξασφαλίσουν τους πόρους που απαιτούνται για τη χορήγηση κοινωνικών δικαιωμάτων στους εσωτερικούς μετανάστες. Μάλιστα, η μεσαία τάξη των πόλεων είναι ακόμα λιγότερο διατεθειμένη να δεχτεί παρόμοιες εξελίξεις, στον βαθμό που η επιβράδυνση της οικονομίας –η «κανονική οικονομία», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία του καθεστώτος– αυξάνει τους φόβους της σχετικά με το μέλλον των παιδιών της και την κάνει να αδιαφορεί παγερά για το μέλλον των χωρικών.
Φυσικά, όλος ο κόσμος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα, αφενός του αναδασμού των μικρών γεωργικών κλήρων, για να διευκολυνθεί ο εκμηχανισμός της γεωργίας και, αφετέρου, της συνένωσης των χωριών έτσι ώστε οι κάτοικοί τους να διαθέτουν καλά καταρτισμένους εκπαιδευτικούς ή γιατρούς. Οι όποιες πειραματικές προσπάθειες έχουν επιχειρηθεί, δεν ξεφεύγουν από το πλαίσιο του δυτικού παραγωγικίστικου μοντέλου. Ο καθηγητής Λιν θεωρεί εξαιρετικά λυπηρό το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα περισσότερο καινοτόμο όραμα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι «οι κάτοικοι των πόλεων αντιμετωπίζουν τους χωρικούς με μια δόση περιφρόνησης». Μάλιστα, παραθέτει το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Για τους περισσότερους Κινέζους κατοίκους των πόλεων αλλά και για ολόκληρο το έθνος, τα τραίνα υψηλών ταχυτήτων τύπου TGV αποτελούν σημαντική πρόοδο. Ωστόσο, οι χωρικοί βιώνουν αυτήν την εξέλιξη ως οπισθοδρόμηση στη ζωή τους: τα εισιτήρια ακρίβυναν και τα τραίνα δεν σταματάνε πλέον στους μικρούς σταθμούς. Οι κάτοικοι των πόλεων έχουν χρήματα και επιθυμούν να ταξιδεύουν γρήγορα, ενώ οι χωρικοί διαθέτουν χρόνο, όχι όμως και χρήματα. Αυτές είναι οι αντιφάσεις τις οποίες οφείλουμε να επιλύσουμε». Προφανώς, θα απαιτηθεί πολύς χρόνος, μια πραγματική Μεγάλη Πορεία…

 
ΠΙΝΑΚΑΣ: Μερικοί χαρακτηριστικοί αριθμοί
 529,6 εκατομμύρια Κινέζοι ζουν στην ύπαιθρο, δηλαδή το 47,3% του πληθυσμού.
 82,49 εκατομμύρια κάτοικοι της υπαίθρου ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
 Το 10% του κινεζικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος προέρχεται από τη γεωργία, έναντι 28,2% το 1979.
 Πρώτη χώρα παραγωγός ρυζιού παγκοσμίως (28%), τσαγιού (33%) και σιταριού (17%).
 Δεύτερη χώρα παραγωγός καλαμποκιού παγκοσμίως (21%).

Τα στοιχεία αυτά αφορούν το έτος 2014. Πηγή: Κινεζικό Υπουργείο Γεωργίας, China statistical Yearbook 2014· China Corp 2015 (www.chine-analyse.com).


1 Αναφέρεται από τον Alexandre F. Day, «The Peasant in Postcolonialist China», Cambridge University Press, 2015.
2 Jean-François Dufour, Jeffrey de Lairg και Du Shangfu, China Corp. 2015. «Agroindustry. In the dragon’s farm», https://s3.amazonaws.com/ProductionContentBucket/pdf/20150218072039214.pdf
3 Συνέντευξη Τύπου κατά την παρουσίαση του «Document n°1», «SCIO briefing on agricultural modernisation», 4 Φεβρουαρίου 2015, http://www.china.org.cn/china/2015-02/03/content_34723544.htm.

(δημοσιεύτηκε στην http://monde-diplomatique.gr Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση))