του Διονύση Χουρχούλη
Οι απαρχές του πυρηνικού προγράμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) εντοπίζονται ήδη από την επαύριον της ίδρυσής της τον Οκτώβριο του 1949, μετά την επικράτηση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΛΑΣ) επί των εθνικιστικών δυνάμεων του Τσιανγκ Κάι Σεκ. Ιδίως η έκρηξη του Πολέμου της Κορέας (Ιούνιος 1950), στον οποίο σύντομα ενεπλάκησαν στρατιωτικά από τη μία πλευρά οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους και από την άλλη ο ΛΑΣ, οδήγησε σε ραγδαία επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων. Η διατύπωση έμμεσων ή και άμεσων απειλών της αμερικανικής ηγεσίας για χρήση ατομικών όπλων εναντίον της ίδιας της Κίνας δεν υπήρξε ικανή από μόνη της να εκφοβίσει ή να κάμψει τον Μάο και την ηγεσία του ΚΚΚ γενικότερα.
Ωστόσο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η επιστημονική κοινότητα της ΛΔ της Κίνας ξεκίνησε τη θεωρητική προεργασία για την ανάπτυξη ενός μελλοντικού πυρηνικού προγράμματος της χώρας.
Αλλαγή της πολιτικής για τα πυρηνικά όπλα
Αρχικά ο ίδιος ο Μάο είχε επανειλημμένως διατυπώσει την αιρετική εκτίμηση ότι τα πυρηνικά όπλα δεν αποτελούσαν όπλα ειδικής κατηγορίας, διακηρύσσοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η ατομική βόμβα είναι μια χάρτινη τίγρης», ότι «φαίνεται τρομακτική αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι» και ότι «η έκβαση των πολέμων κρίνεται από τους λαούς, όχι από τα όπλα». Ετσι, σύμφωνα με τον Μάο, τα πυρηνικά όπλα δεν θα άλλαζαν τον ρουν της Ιστορίας.
Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι οι παραπάνω διακηρύξεις απηχούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, τις πραγματικές αντιλήψεις του Μάο και ορισμένων συνεργατών του. Εως και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 θεωρούσαν ότι η χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της Κίνας θα ήταν εν πολλοίς αναποτελεσματική από στρατιωτικής σκοπιάς, λόγω και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της χώρας (μεγάλη εδαφική έκταση και πληθυσμός, γεωγραφική διασπορά των βιομηχανικών κέντρων).
Ωστόσο, η δημόσια υποτίμηση της σημασίας του πυρηνικού υπερόπλου υπηρετούσε και άλλες σκοπιμότητες. Αφενός, το Πεκίνο επιζητούσε να καταστήσει σαφές στην Ουάσιγκτον ότι δεν επρόκειτο να τρομοκρατηθεί από παρόμοιες απειλές. Αφετέρου, ο Μάο και οι στενοί του συνεργάτες επιδίωκαν να αμβλύνουν τον φόβο που προκαλούσε το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο τόσο στα στελέχη του ΚΚΚ όσο και στην κινεζική κοινή γνώμη.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει γύρω στο 1953-54. Κατ’ αρχάς, ο Πόλεμος της Κορέας, που έληξε στην ουσία ισόπαλος αλλά με πολλαπλάσιες απώλειες των Κινέζων έναντι των Αμερικανών και των συμμάχων τους, κατέδειξε την τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ. Επίσης, η νέα αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Αϊζενχάουερ επανειλημμένως απείλησε το Πεκίνο με εξαπόλυση πυρηνικών πληγμάτων, τόσο λίγο πριν από τη λήξη των εχθροπραξιών στην Κορέα όσο και το 1954-55 κατά τη διάρκεια της κρίσης μεταξύ της ΛΔΚ και της Ταϊβάν. Ηδη, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Απω Ανατολή και στον Ειρηνικό είχε αυξηθεί σημαντικά από το καλοκαίρι του 1950 (περιλαμβανομένης της αποθήκευσης πυρηνικών όπλων σε βάσεις στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν και στην Γκουάμ).
Εξάλλου, η προεδρία Αϊζενχάουερ αναθεώρησε συνολικά την αμερικανική στρατηγική στον Ψυχρό Πόλεμο, υιοθετώντας την πολιτική του «New Look», η οποία έδινε έμφαση στην περαιτέρω ανάπτυξη –και απειλή χρήσης– του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η εφεύρεση τακτικών πυρηνικών όπλων (προορισμένων να χρησιμοποιηθούν ευρέως στο πεδίο της μάχης) και της θερμοπυρηνικής βόμβας (ή βόμβας υδρογόνου, κατά εκατοντάδες φορές ισχυρότερης από την ατομική βόμβα), έπεισαν την κινεζική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να θέσει ως άμεση προτεραιότητα την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Ανατροπή προτεραιοτήτων μετά τη σινοσοβιετική ρήξη
Επισήμως, η κινεζική προσπάθεια ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1955, κατόπιν διαταγής του ίδιου του Μάο. Ενα πρώτο σημαντικό βήμα αποτέλεσε η υπογραφή της σινοσοβιετικής Συνθήκης Ατομικής Συνεργασίας (29 Απριλίου 1955), η οποία προέβλεπε σοβιετική βοήθεια στην ανεύρεση και εξόρυξη ουρανίου, στην κατασκευή δεκάδων εργαστηρίων και λοιπών εγκαταστάσεων, στην εκπαίδευση στην ΕΣΣΔ Κινέζων επιστημόνων.
Επίσης, η Κίνα προμηθεύτηκε πυρηνικό αντιδραστήρα αλλά και διάφορα απαραίτητα υλικά από τους Σοβιετικούς. Οι δύο δυνάμεις προσωρινά εμβάθυναν τη συνεργασία τους μετά και την υπογραφή νέας συμφωνίας τον Οκτώβριο του 1957. Εκείνη προέβλεπε τη διεύρυνση της συνεργασίας όχι μόνο στην πυρηνική φυσική, αλλά και σε οπλικά συστήματα μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν προβλεπόταν και η προμήθεια ενός πρωτότυπου πυρηνικού όπλου από τη Σοβιετική Ενωση. Αλλοι διατείνονται ότι οι Σοβιετικοί είχαν συναρμολογήσει ένα τέτοιο όπλο, αλλά ουδέποτε το απέστειλαν στην Κίνα, και άλλοι ότι η Μόσχα ζήτησε κοινό έλεγχο στο μελλοντικό κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο, κάτι που ο Μάο δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί. Πάντως, η σοβιετική ανάμειξη, εξασφάλιζε στη Μόσχα και κάποιον έλεγχο στον ρυθμό προόδου του κινεζικού πυρηνικού προγράμματος.
Ωστόσο, από το 1958 και εξής οι σινοσοβιετικές σχέσεις παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση, μέχρι να επέλθει η πλήρης ρήξη το 1960. Εως τον Αύγουστο του έτους εκείνου, το σύνολο των 3.000 Σοβιετικών συμβούλων είχε εγκαταλείψει την Κίνα και η βοήθεια στην Κίνα είχε διακοπεί.
Η περίοδος από το 1960 έως το 1962 υπήρξε σημείο καμπής στην πορεία για την κατασκευή της κινεζικής πυρηνικής βόμβας. Καθώς η σοβιετική αρωγή και υποστήριξη είχε τερματιστεί, οι Κινέζοι έπρεπε τώρα να προχωρήσουν σε ριζική αναπροσαρμογή των προτεραιοτήτων του πυρηνικού τους προγράμματος.
Ετσι, έμφαση δόθηκε στην επιτάχυνση της εξόρυξης και κατεργασίας ουρανίου και στην ολοκλήρωση του απαραίτητου εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων για τον εμπλουτισμό του ουρανίου. Επίσης, προτεραιότητα δόθηκε στη σχεδίαση και στη συναρμολόγηση του ίδιου του πυρηνικού όπλου.
Οι προσπάθειες για κατασκευή ατομικής βόμβας με βάση το πλουτώνιο εγκαταλείφθηκαν και η έρευνα περιορίστηκε στην κατασκευή βόμβας με βάση το εμπλουτισμένο ουράνιο. Ακόμα, δεδομένης της δεινής κατάστασης της κινεζικής οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εξαιτίας της αποτυχίας του Μεγάλου Αλματος προς τα Εμπρός, υπήρξαν περικοπές σε άλλα μείζονα προγράμματα των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων (και βέβαια στο σύνολο σχεδόν των άλλων κρατικών δαπανών).
Τέλος, υπαρκτός ήταν ο κίνδυνος εξαπόλυσης προληπτικού πυρηνικού πλήγματος είτε από τις ΗΠΑ είτε από τη Σοβιετική Ενωση (υπήρχαν σχετικές σκέψεις, ακόμα και εκατέρωθεν βολιδοσκοπήσεις, μεταξύ των ηγετών των δύο υπερδυνάμεων, των Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον και του Νικίτα Χρουστσόφ αντίστοιχα).
Η δοκιμή της θερμοπυρηνικής βόμβας
Οι μεγάλες θυσίες αλλά και οι επίμονες προσπάθειες είχαν τελικά αποτέλεσμα, καθώς στις 16 Οκτωβρίου 1964 η Κίνα δοκίμασε την πρώτη της ατομική βόμβα, ισχύος 20 κιλοτόνων (ΚΤ) – περίπου ίσης με τη βόμβα που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα. Βεβαίως, παρότι η χώρα πλέον κατείχε την πυρηνική τεχνογνωσία, το στρατιωτικό πυρηνικό της δυναμικό απείχε πάρα πολύ από το αντίστοιχο των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Ηδη πριν από την επιτυχή δοκιμή της ατομικής βόμβας, ο Μάο και άλλοι Κινέζοι ιθύνοντες είχαν δώσει άμεση προτεραιότητα στην κατασκευή και της πολύ ισχυρότερης βόμβας υδρογόνου.
Πράγματι, τον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 1966 δοκιμάστηκαν δύο όπλα ισχύος εκατοντάδων κιλοτόνων, που εν πολλοίς ενσωμάτωναν τα χαρακτηριστικά της θερμοπυρηνικής βόμβας. Ακολούθησε η δοκιμή μιας θερμοπυρηνικής βόμβας με ισχύ σχεδόν δέκα φορές μεγαλύτερη (τριών μεγατόνων - ΜΤ, δηλαδή περίπου δύο χιλιάδες φορές ισχυρότερη από την ατομική βόμβα που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα το 1945).
Παρά την επιτυχία του κινεζικού πυρηνικού προγράμματος, η Κίνα υστερούσε έναντι των δύο υπερδυνάμεων όχι μόνο στον αριθμό και στην καταστρεπτική ισχύ των πυρηνικών κεφαλών, αλλά, κυρίως, σε μέσα εκτόξευσης/άφεσης. Για αρκετά έτη, το κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο περιοριζόταν σε τεχνολογικά πρωτόγονες βόμβες ρίψης από αεροσκάφη. Ηδη, όμως, από τις αρχές του 1963 είχε εγκαινιαστεί το πρόγραμμα «τέσσερις πύραυλοι σε οκτώ έτη», όπου προβλεπόταν η ανάπτυξη τεσσάρων τύπων βαλλιστικών πυραύλων ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, με την ονομασία dongfeng (DF, Ανατολικός Ανεμος). Κάθε πύραυλος DF-2, DF-3, DF-4, ή DF-5 θα είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά και βεληνεκές, ώστε να δύναται να χτυπήσει στόχους από την Ιαπωνία και την ανατολική Σιβηρία, έως την ανατολική ακτή των ΗΠΑ και τη δυτική Σοβιετική Ενωση. Ωστόσο, το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων παρουσίασε αργή πρόοδο (λόγω και του γενικότερου χάους που προκάλεσαν η Πολιτιστική Επανάσταση και οι μαζικές εκκαθαρίσεις κομματικών και στρατιωτικών ηγετών αλλά και επιστημόνων).
Ως τις αρχές του 1970, περίοδο που είχαν ξεσπάσει συνοριακές συγκρούσεις μεταξύ Κίνας και ΕΣΣΔ, λίγοι πύραυλοι είχαν καταστεί επιχειρησιακοί. Μάλιστα, η Κίνα δοκίμασε επιτυχώς τον πρώτο της πραγματικά διηπειρωτικό πύραυλο μόλις το 1980. Η ανάπτυξη πυρηνικών υποβρυχίων και βαλλιστικών πυραύλων εκτοξευόμενων από υποβρύχια καθυστέρησε ακόμα περισσότερο.
Επίσης, οι κινεζικοί βαλλιστικοί πύραυλοι είχαν υποτυπώδη ακρίβεια, ενώ το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και αεράμυνας της χώρας ήταν αναποτελεσματικό, αν όχι υποτυπώδες.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μάο και η κινεζική ηγεσία συνολικά συνέχιζαν να υποβαθμίζουν, στον δημόσιο λόγο τους, τη σημασία των πυρηνικών όπλων και των βαλλιστικών πυραύλων. Συνεπώς, θεωρητικά οι παραπάνω ανεπάρκειες δεν επηρέαζαν αρνητικά την κινεζική στρατιωτική ισχύ (ιδίως έναντι των ΗΠΑ, με τις οποίες η Κίνα είχε αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις κατά το 1971-72) και το παλαιότερο δόγμα περί της πρωτοκαθεδρίας του «λαϊκού πολέμου» κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, η κατασκευή της ατομικής και θερμοπυρηνικής βόμβας υπήρξε μείζον επίτευγμα για τη ΛΔ της Κίνας. Η χώρα είχε αποκτήσει το αναγκαίο μίνιμουμ πυρηνικής αποτροπής (ιδίως σε μια περίοδο ραγδαίας επιδείνωσης των σχέσεων με τη Μόσχα). Είχε αυξήσει κατακόρυφα το διεθνές της κύρος τόσο στον Πρώτο και στον Δεύτερο Κόσμο όσο και «στους επαναστατημένους λαούς ανά την υφήλιο». Επίσης, το ΚΚΚ είχε αποδείξει τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ότι υπό την ηγεσία του η χώρα μπορούσε να επιδείξει τα μέγιστα επιτεύγματα στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, συναγωνιζόμενη τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση.
* Ο κ. Διονύσιος Χουρχούλης διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
(η δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 18.12.2016)