του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου
Κατά το φθινόπωρο του 1962 έλαβε χώρα ένας σύντομος πόλεμος μεταξύ Κίνας και Ινδίας, που παραλίγο να προκαλέσει στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ. Τελικά η ευρύτερη αποσταθεροποίηση αποφεύχθηκε, η συνοριακή διαφορά μεταξύ Κίνας και Ινδίας όμως παραμένει σε εκκρεμότητα.
Κατά τη δεκαετία του 1950 οι σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων ασιατικών δυνάμεων ήταν καλές. Η Κίνα είχε συμπράξει με την Ινδία το 1955 στη διοργάνωση της διάσκεψης της Μπαντούνγκ στην Ινδονησία, με την οποία ξεκίνησε το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Μόλις είχε επινοηθεί ο όρος «Τρίτος Κόσμος», που αρχικά δεν είχε τη σημερινή αρνητική χροιά του και σήμαινε χώρες που δεν ανήκαν ούτε στο αμερικανικό ούτε στο σοβιετικό στρατόπεδο. Οι σχέσεις της Ινδίας με την Κίνα επιδεινώθηκαν όμως λόγω μιας σημαντικής συνοριακής διαφοράς.
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Βρετανοί οριοθέτησαν τα σύνορα της Ινδίας, που τότε ήλεγχαν στο πλαίσιο της βρετανικής αυτοκρατορίας, με το Θιβέτ κατά μήκος της λεγόμενης γραμμής Μακμάχον. Η οριοθέτηση έγινε ερήμην της Κίνας. Οταν η Ινδία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1947, θεώρησε ότι τα παραδοσιακά σύνορά της με το Θιβέτ ήταν βορειότερα από τη γραμμή Μακμάχον κατά μήκος των υψηλότερων κορυφών των Ιμαλαΐων.
Πώς δημιουργήθηκε η συνοριακή διαφορά μεταξύ των δύο χωρών
Το 1950 ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός κατέλαβε το Θιβέτ, που είχε κατακτηθεί από την κινεζική αυτοκρατορία κατά τον 18ο αιώνα και είχε αυτονομηθεί κατά τη φάση της βαθιάς παρακμής της αυτοκρατορικής Κίνας. Στη συνέχεια το Πεκίνο απέρριψε την «παράνομη γραμμή Μακμάχον», όπως τη χαρακτήρισε, και θεώρησε ότι τα σύνορα της Κίνας/Θιβέτ με την Ινδία ήταν αρκετά νοτιότερά της.
Σε σχέση με τη γραμμή Μακμάχον οι κινεζικές διεκδικήσεις αφορούν μια περιοχή με εμβαδόν 120.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχεδόν όσο είναι ολόκληρη η Ελλάδα. Επειδή όμως βρίσκεται σε υψόμετρα από λίγο έως πολύ πιο πάνω από τις τέσσερις χιλιάδες μέτρα, η περιοχή αυτή είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη.
Κατά τη δεκαετία του 1950 οι Κινέζοι κατασκεύασαν δρόμο που έφτανε πολύ νοτιότερα από τη γραμμή Μακμάχον, σύμφωνα με τις διεκδικήσεις τους. Οταν οι Ινδοί ανακάλυψαν τον δρόμο, ο Ινδός πρωθυπουργός Τζαβαχαριάλ Νεχρού αντέδρασε υιοθετώντας τη γραμμή Μακμάχον ως ινδικό σύνορο με την Κίνα. Κάθε τόσο η Ινδία έστελνε μικρές στρατιωτικές περιπόλους στην επίμαχη περιοχή, για να στηρίξει τη θέση της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι σχέσεις της Ινδίας με την Κίνα επιδεινώθηκαν λόγω ευρύτερων διεθνών εξελίξεων. Πρώτον, ο Νεχρού ανταγωνιζόταν τον Κινέζο ηγέτη Μάο Τσετούνγκ για την πρωτοκαθεδρία στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Δεύτερον, η Ινδία με το φιλελεύθερο σύστημα κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης απέκτησε παραδόξως πολύ καλύτερες σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση από ό,τι η Κίνα με το ακραίο κομουνιστικό καθεστώς της. Οταν ξέσπασαν όμως οι σινοϊνδικές εχθροπραξίες, ο Νεχρού ανακάλυψε ότι ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ είχε άλλες προτεραιότητες.
Εχθροπραξίες σε ύψος πέντε χιλιομέτρων
Το καλοκαίρι του 1962 έλαβαν χώρα στην επίμαχη περιοχή επεισόδια μεταξύ μικρών στρατιωτικών δυνάμεων των δύο πλευρών. Ο Μάο αποφάσισε να κλιμακώσει τις εντάσεις με ισχυρή επίθεση ενάντια στις ινδικές δυνάμεις. Ο Χρουστσόφ του έδωσε την άδεια μυστικά, προδίδοντας την Ινδία. Ο λόγος ήταν ότι υλοποιούσε τότε τη μυστική εγκατάσταση σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων στην Κούβα, ένα εγχείρημα υψηλότατου ρίσκου, και ήθελε σε περίπτωση αναμέτρησης με τις ΗΠΑ να μην έχει και τον Μάο αντίπαλο.
Στις 10 Οκτωβρίου 1962 μια ινδική περίπολος 50 οπλιτών συγκρούσθηκε με κινεζική δύναμη 1.000 ανδρών σε ύψος 4.900 μέτρων. Ακολούθησε, δέκα ημέρες αργότερα, κινεζική προέλαση σε δύο μέτωπα, που απείχαν χίλια χιλιόμετρα το ένα από το άλλο.
Εν τω μεταξύ, στις 16 Οκτωβρίου οι ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι η φωτογραφική κατασκοπεία τους είχε αποδείξεις για τους υπό εγκατάσταση σοβιετικούς πυρηνικούς πυραύλους στην Κούβα. Η αναμέτρηση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων κράτησε για δεκατρείς ημέρες, επιτρέποντας στον Μάο να συνεχίσει ανενόχλητα τις επιθέσεις του στα Ιμαλάια.
Οι σινοϊνδικές εχθροπραξίες είχαν περιορισμένη ένταση, καθώς οι δύο πλευρές δεν χρησιμοποίησαν τις αεροπορικές δυνάμεις τους, ούτε ήταν εύκολο να ανεβάσουν μεγάλα πυροβόλα στα υψηλά υψόμετρα των επιχειρήσεων. Οι Κινέζοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν βαθιά στις περιοχές νότια από τη γραμμή Μακμάχον κερδίζοντας τους επιχειρησιακούς στόχους τους.
Σε απόγνωση ενώπιον της τοπικής κινεζικής υπεροχής στα Ιμαλάια και της σοβιετικής αδράνειας, ο Νεχρού απευθύνθηκε για βοήθεια στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Κένεντι και στον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλαν. Το Λονδίνο δεν είχε τη διάθεση να αναμειχθεί. Το ίδιο ίσχυε αρχικά και για τους Αμερικανούς αξιωματούχους στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον.
Στο παρά 5΄ απεφεύχθη αμερικανική επέμβαση
Τελικά την πλάστιγγα υπέρ μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης έγειρε ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Νέο Δελχί, που τότε ήταν ο διάσημος οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Στα τέλη Οκτωβρίου οι Σοβιετικοί συμφώνησαν να αποσύρουν τους πυραύλους τους από την Κούβα, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να ασχοληθούν πιο πολύ με τη σινοϊνδική σύρραξη. Οταν οι Κινέζοι εξαπέλυσαν νέα επίθεση ενάντια στις ινδικές θέσεις στα μέσα Νοεμβρίου, ο Γκάλμπρεϊθ έπεισε τον πρόεδρο Κένεντι να υποστηρίξει τους Ινδούς με αεροπορικές επιθέσεις.
Στις 21 Νοεμβρίου η Κίνα ανακοίνωσε μονομερώς τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των δυνάμεών της από τις περισσότερες επίμαχες περιοχές. Χρειάσθηκε ωστόσο 24 ώρες για να ανακοινώσει η ινδική πρεσβεία στο Πεκίνο την κινεζική απόφαση στο Νέο Δελχί. Εν τω μεταξύ, ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο προσέγγιζε την Ινδία, για να εξαπολύσουν τα αεροπλάνα του επίθεση στις κινεζικές δυνάμεις. Η διεύρυνση του πολέμου μέσω της σχεδιαζόμενης αμερικανικής επέμβασης αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Συνολικά οι ινδικές απώλειες ήταν σχεδόν 1.400 νεκροί και πάνω από 6.500 λοιπές απώλειες (τραυματίες, αγνοούμενοι και αιχμάλωτοι). Η κινεζική πλευρά είχε περίπου 730 νεκρούς και 1.700 λοιπές απώλειες. Με την περιορισμένη αυτή αναμέτρηση, η Κίνα έθεσε σε αμφισβήτηση τη γραμμή Μακμάχον, χωρίς ωστόσο να είναι διατεθειμένη να υποστεί σοβαρό κόστος για να ελέγξει όλη την περιοχή που διεκδικεί.
Απότοκος αυτού του σύντομου πολέμου είναι η στενή σχέση της Κίνας με το Πακιστάν. Κατά τον πόλεμο Ινδίας - Πακιστάν το 1965, για παράδειγμα, η Κίνα συγκέντρωσε πάλι δυνάμεις στο Νότιο Θιβέτ, για να εμποδίσει την Ινδία από το να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της ενάντια στο Πακιστάν.
* Ο καθηγητής Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
(δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή 07.02.2016)