του Andrew Hammond/ Reuters
Το ταξίδι του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στις ΗΠΑ θεωρείται το σημαντικότερο Κινέζου ηγέτη στην Αμερική εδώ και μια γενιά και συγκεντρώνει την προσοχή ολόκληρης της υφηλίου, εν μέρει εξαιτίας της ανησυχίας για την κατάσταση της κινεζικής οικονομίας. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, δεδομένου ότι 66 χρόνια μετά την ίδρυσή της η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαθέτει σήμερα πολύ μεγάλη διεθνή σημασία και ο κ. Σι αυξανόμενο κύρος ως πολιτικός διεθνούς εμβέλειας. Η επίσκεψη συμπίπτει με σημαντική αύξηση της έντασης στις διμερείς σχέσεις και κατά τη διάρκειά της θα συζητηθούν εκτενώς οικονομικά θέματα όπως και θέματα ασφαλείας. Θα εξεταστούν η προοπτική της κινεζικής οικονομίας μετά την πρόσφατη υποτίμηση του γουάν, η οικονομική συνεργασία σε Ασία-Ειρηνικό, θέματα περιφερειακής ασφάλειας κ.ά.
Η χρηματοπιστωτική πτυχή της επίσκεψης είναι ιδιαίτερα πιεστική δεδομένης της καλοκαιρινής αναταραχής στα κινεζικά χρηματιστήρια, που ενέτεινε την αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της κινεζικής οικονομίας, που φέτος ενδέχεται να αναπτυχθεί με τον αργότερο ρυθμό για τα τελευταία 25 χρόνια. Πέρα από το να καθησυχάσει τον κόσμο σχετικά με την οικονομική ισχύ της Κίνας, ο κ. Σι επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την επίσκεψη προκειμένου να προωθήσει τη φιλοδοξία του για ένα «μοντέλο για τις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων» με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Σι, «και οι δύο πλευρές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα βασικά συμφέροντα η μία της άλλης, να αποφύγουν στρατηγικά λάθη, να διαχειριστούν καταλλήλως και να ελέγξουν τις διαφορές» τους ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων του παρελθόντος. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο στόχο. Ωστόσο είναι σαφές πως ο κ. Σι αναγνωρίζει πως η ανερχόμενη ισχύς της Κίνας θα πρέπει να συμβαδίσει με καλύτερη κατανόηση και εκτίμηση της χώρας από τη διεθνή κοινότητα. Ιδιαίτερα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οι πολιτικές ελίτ και η διεθνής κοινή γνώμη έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι η Κίνα έχει ήδη τη θέση υπερδύναμης ή θα την έχει πολύ σύντομα, και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα αντικαταστήσει την Ουάσιγκτον.
Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος της Κίνας έχει αρχίσει να θορυβεί ορισμένες χώρες, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ. Γενικότερα η αμερικανική και η διεθνής κοινή γνώμη δέχονται ευνοϊκότερα την άνοδο της Κίνας όταν αυτή αφορά την οικονομική της ισχύ. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο κ. Σι άρχισε την επίσκεψή του στις ΗΠΑ από την πολιτεία της Ουάσιγκτον, που εξάγει στην Κίνα περισσότερα αγαθά από οποιαδήποτε άλλη αμερικανική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος της Κίνας δεν εκλαμβάνεται τόσο θετικά αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της αυξανόμενης στρατιωτικής της ισχύος. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από την έλλειψη «ήπιας δύναμης» της Κίνας. Είναι αλήθεια πως η χώρα έχει επενδύσει τα προηγούμενα χρόνια δισ. σε επιθέσεις γοητείας και έχει καταγράψει σημαντικές επιτυχίες, όπως τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, ωστόσο η ήπια δύναμη της Κίνας δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται η στρατιωτική της δύναμη. Ο κ. Σι αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις. Ενδεχομένως το πιο δύσκολο ζήτημα είναι να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της ελκυστικής κινεζικής κουλτούρας, παραδόσεων και σύγχρονων επιτευγμάτων με ορισμένες ενέργειες του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η ενίσχυση της υπόληψης της Κίνας στις ΗΠΑ είναι μακροπρόθεσμος στόχος και για την επίτευξή του δεν θα χρειαστεί μόνο διαρκής διπλωματική επένδυση, αλλά επίσης και σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Κίνας.
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 26.09.2015)