του Eduardo Porter / The New York Times
Πριν από μερικές εβδομάδες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε ότι η Κίνα τα πάει μια χαρά. Βιώνει τη μετάβαση «σε μια νέα φυσιολογική κατάσταση», σημείωσε στην τακτική του οικονομική αξιολόγηση, «προς μια πιο αργή αλλά πιο ασφαλή και περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη». Ο βασικός κίνδυνος, υποστήριξε, ήταν ότι «οι πιέσεις της κινεζικής κυβέρνησης για περισσότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να αποδειχτούν αναποτελεσματικές».
Πράγματι, αυτό το τελευταίο είναι αλήθεια. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
Οι χρηματοοικονομικές αγορές κλονίστηκαν από την απόφαση της Κίνας να υποτιμήσει αιφνιδίως το νόμισμά της στις 11 Αυγούστου, ημέρες πριν από τη δημοσίευση της αξιολόγησης του ΔΝΤ. Οι επενδυτές φαίνεται να το εξέλαβαν ως ανησυχητικό σημάδι ότι οι κινεζικές Αρχές είναι απελπισμένες. «Η παραπαίουσα οικονομία χρειάζεται απεγνωσμένα ένα πιο αδύναμο νόμισμα» έγραψε η Νταϊάνα Τσοΐλεβα της εταιρείας συμβούλων Lombard Street Research. «Βλέπουμε άραγε την αρχή ενός πιο ευέλικτου νομισματικού καθεστώτος ή μια υποτίμηση παλαιού τύπου;».
Αναξιόπιστα τα chinese statistics
Κανείς δεν πιστεύει τις επίσημες στατιστικές της Κίνας. Τι θα συμβεί αν η οικονομία της χώρας επιβραδύνεται ταχύτερα από όσο γνωρίζουμε; Οι αναπτυσσόμενες χώρες - που ήδη υποφέρουν από την πτώση της κινεζικής ζήτησης για πρώτες ύλες - θα μπορούσαν να το νιώσουν αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό. Και αν η Κίνα προσφύγει σε περαιτέρω υποτιμήσεις για να ενισχύσει τις εξαγωγές, θα υπέσκαπτε την ανάπτυξη παγκοσμίως.
Την περασμένη Τρίτη, μετά από τριήμερη πτώση 22% στην χρηματιστηριακή αγορά της Σανγκάης, η κινεζική κυβέρνηση μείωσε τα επιτόκια και χαλάρωσε την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών για τις τράπεζες, ώστε να τονώσουν και πάλι τον δανεισμό. Προηγήθηκαν λιγότερο ορθόδοξες παρεμβάσεις, από την ενθάρρυνση επενδυτών να δανείζονται για να αγοράζουν μετοχές ως τη δέσμευση δισεκατομμυρίων στις τράπεζες για να δοθούν γρήγορα τεράστια δάνεια σε ιδιώτες.
Δεν εννοεί ακριβώς αυτό το ΔΝΤ όταν καλεί την Κίνα σε μετάβαση από ενιαία εξαγωγική μηχανή σε μια πιο σύνθετη οικονομία της αγοράς που θα τροφοδοτείται από τους καταναλωτές. Ετσι, γεννιέται μια βαθιά, παρατεταμένη δυσπιστία.
«Κατά μέσο όρο, τα αυταρχικά κράτη αναπτύσσονται ταχύτερα από τα δημοκρατικά ως περίπου το σημείο όπου τώρα βρίσκεται η Κίνα» λέει ο Ντέιβιντ Ντόλαρ, πρώην υπάλληλος της Κίνας στην Παγκόσμια Τράπεζα. «Αλλά οι επιτυχείς περιπτώσεις οδηγούν σε εκδημοκρατισμό περίπου στο σημερινό επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος».
Ορίστε πώς ηχεί αυτό στο Πεκίνο: περαιτέρω οικονομική αλλαγή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε πολιτική αστάθεια, αντικίνητρο για τις μεταρρυθμίσεις.
Ενα ολοκληρωτικό καθεστώς μπορεί να είναι αποτελεσματικό στην ανάπτυξη του κεφαλαίου και της εργασίας. Ωστόσο αποτυγχάνει στην προώθηση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας, δύο λουλούδια που ανθούν με ελευθερία σκέψης και λόγου. Η κατάσταση στην οποία «η οικονομία αναπτύσσεται και δεν γίνονται διαδηλώσεις» μπορεί να δούλεψε στο παρελθόν, όμως η γραφειοκρατική διοίκηση δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις πιο σύνθετες απαιτήσεις των πολιτών μεσαίου εισοδήματος.
Αν δεν ξέρουν αυτοί, πώς να ξέρουμε εμείς;
«Η Κίνα πρέπει να βασιστεί στην καινοτομία και να παρέχει περισσότερες υπηρεσίες στους εσωτερικούς μετανάστες» τονίζει ο Κένεθ Λίμπερθαλ, ειδικός για την Κίνα στο Ιδρυμα Brookings. «Εχει επίσης περιβαλλοντικούς περιορισμούς και ένα δημογραφικό προφίλ που αλλάζει δραματικά, με μια αύξηση του ποσοστού των εξαρτώμενων ατόμων και συρρίκνωση του ποσοστού των εργαζομένων».
Είναι εύκολο να πάρεις λάθος δρόμο. Οι δαπάνες στις αγροτικές περιοχές για την υγεία και την εκπαίδευση ήταν απογοητευτικά χαμηλές. Η χαμηλή ποιότητα των σχολείων στα αστικά κέντρα υποδηλώνει ότι η Κίνα μπορεί να αντιμετωπίσει οξεία έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Η διαδοχή στην Κίνα πενταετών προγραμμάτων έχει δώσει στην κυβέρνηση μόνο έναν στόχο: την ανάπτυξη. Αυτό οδηγεί σε μια κραιπάλη δανεισμού για να χτίσουν τα πάντα από δρόμους ως βιομηχανικά πάρκα, με μίζες για κομματικούς αξιωματούχους και τις οικογένειές τους. Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών ισούνται μόνο με το 35% του ΑΕΠ - ένα από τα πιο χαμηλά επίπεδα στον κόσμο. Και οι επενδύσεις - περίπου 50% του ΑΕΠ - είναι εξαιρετικά υψηλές. Στις πόλεις συνωστίζονται παράνομοι εσωτερικοί μετανάστες που μοχθούν για πενιχρές απολαβές. Τα κρατικά μονοπώλια επανεπενδύουν τα κέρδη σε επενδύσεις και όχι σε δημόσιες δαπάνες για το κοινωνικό κράτος και το περιβάλλον. Σχεδόν μηδενικά επιτόκια σε λογαριασμούς καταθέσεων παρείχαν μεν φθηνά δάνεια στις επιχειρήσεις, αλλά τιμωρούσαν τους αποταμιευτές.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι η κινεζική μετάβαση θα γίνει πολύ πιο περίπλοκη.
Και υπάρχει και το έλλειμμα δημοκρατίας. Οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται σήμερα η Κίνα απαιτούν ενδυνάμωση των πολιτών της. Γι' αυτό, παρά τις επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις, δεν έγιναν πολλά. Οπως σημειώνει το ΔΝΤ, στις περισσότερες περιοχές «σημειώθηκε απλώς επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τρωτών σημείων του συστήματος».
Ισως γι' αυτό οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι τρομοκρατημένες. «Ούτε οι ίδιοι οι Κινέζοι γνωρίζουν πού θα βρίσκονται η οικονομία και η κοινωνία τους σε 10 χρόνια από τώρα» λέει ο Λίμπερθαλ. Αν δεν ξέρει η Κίνα, πώς να ξέρουμε εμείς;
(Ηελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο tovima.gr, 28/08/2015)