του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου (*)
Οταν πέθανε ο Στάλιν στις 5 Μαρτίου 1953, ο Μάο Τσετούνγκ διοργάνωσε μεγάλο μνημόσυνο στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου στη μνήμη της μεγαλύτερης αυθεντίας του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Ποτέ ξανά όμως δεν αναγνώρισε ο Μάο αυθεντία υψηλότερη από τον εαυτό του, οδηγώντας έτσι τις σινοσοβιετικές σχέσεις σε ταλανισμούς.
Το πρώτο μεγάλο ρήγμα στις σινοσοβιετικές σχέσεις επήλθε τον Φεβρουάριο του 1956 κατά το 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, όταν ο νέος ηγέτης της Νικίτα Χρουστσόφ αποκήρυξε τον σταλινισμό. Τα μέλη της κινεζικής αντιπροσωπείας, που δεν συμπεριλάμβανε τον Μάο, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, τονίζοντας ότι ο Στάλιν και η εικόνα του δεν ανήκε μόνο στο σοβιετικό κόμμα αλλά σε όλο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Την εποχή εκείνη ο Μάο παρουσιαζόταν ως ο Στάλιν της Κίνας.
Η διαφοροποίηση του Πεκίνου από τη Μόσχα εντάθηκε, όταν ο Χρουστσόφ κινήθηκε στην κατεύθυνση της άμβλυνσης των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου μιλώντας για «ειρηνική συνύπαρξη». Ο Μάο αντιθέτως προκαλούσε εντάσεις. Το 1957 οι ΗΠΑ τοποθέτησαν πυρηνικούς πυραύλους στην Ταϊβάν απειλώντας άμεσα την Κίνα. Για να μη δείξει φόβο έναντι της αμερικανικής απειλής, ο Μάο υιοθέτησε ακραία ρητορική αψηφώντας φαινομενικά τους κινδύνους ενός πυρηνικού πολέμου. Οταν πήγε στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1957 για τα 40 χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης, δήλωσε: «Οσον αφορά την Κίνα, αν οι ιμπεριαλιστές εξαπολύσουν πόλεμο εναντίον μας, εμείς μπορεί να χάσουμε πάνω από 300 εκατομμύρια. Ε, λοιπόν; Ο πόλεμος είναι πόλεμος. Τα χρόνια θα περάσουν και θα στρωθούμε στη δουλειά για να παράγουμε περισσότερα μωρά από ποτέ άλλοτε».
Στην πραγματικότητα ο Μάο ανησυχούσε έντονα για την αμερικανική απειλή και ζητούσε από τη Σοβιετική Ενωση να δώσει στην Κίνα ατομικές βόμβες. Η σκληρή ρητορική του όμως θορύβησε τη σοβιετική ηγεσία, με αποτέλεσμα να μην του παρέχει πυρηνική τεχνογνωσία ιδιαίτερα απλόχερα. Σε αυτό συνέβαλε και η αυξανόμενη ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ του μετασταλινικού Χρουστσόφ και του Μάο.
Οι εντάσεις μεταξύ των δύο μεγάλων κομμουνιστικών δυνάμεων αυξήθηκαν τον Αύγουστο του 1958, όταν η ΛΔΚ εξαπέλυσε σφοδρούς βομβαρδισμούς στο νησί Κεμόι μεταξύ Ταϊβάν και ηπειρωτικής Κίνας, που ήλεγχε η Ταϊβάν. Ο σκοπός του Μάο ήταν περιορισμένος, να δείξει δηλαδή με μια σύντομη αλλά έντονη επίδειξη στρατιωτικής ισχύος ότι αψηφούσε την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ταϊβάν. Η σοβιετική ηγεσία όμως τον έβλεπε ως απρόβλεπτο και επικίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη. Οπως διαπίστωνε ο Χρουστσόφ, «οι Κινέζοι ενεργούν με ολοένα πιο περίεργους τρόπους».
Με το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» το 1958-1961 ο Μάο εγκατέλειψε το σοβιετικό τεχνοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης και υιοθέτησε την ιδεολογική κινητοποίηση των μαζών ως μέθοδο ανάπτυξης, προκαλώντας λιμό που σκότωσε 30 εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια αυτής της καταστροφής ο Χρουστσόφ απέσυρε τους σοβιετικούς συμβούλους από την Κίνα και σταμάτησε να υποστηρίζει το κινεζικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η ιδεολογική ρήξη των δύο χωρών επισημοποιήθηκε στα τέλη του 1960 όταν Μόσχα και Πεκίνο αντάλλαξαν δημοσίως βαριές κατηγορίες για απομάκρυνση από τις αρχές του κομμουνισμού. Επρόκειτο για μια τεράστιας σημασίας εξέλιξη. Ο κομμουνιστικός κόσμος δεν ήταν πλέον μονολιθικός.
Εδαφικές διεκδικήσεις, μεθοριακές μάχες και σχέδια πολέμου
Το 1963-1964 η Κίνα άρχισε να εγείρει εδαφικά ζητήματα προς τη Σοβιετική Ενωση, με δημόσιους ισχυρισμούς ενάντια στις λεγόμενες «άνισες συνθήκες» που είχε επιβάλει η τσαρική Ρωσία στην αδύναμη δυναστεία Τσινγκ το 1689 και το 1860.
Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση το 1966-1969, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του μαοϊκού ριζοσπαστισμού, ο Μάο κλιμάκωσε την προσπάθειά του να αποσπάσει από τη Σοβιετική Ενωση τα ηνία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στη Δύση βέβαια ο μαοϊσμός δεν αποτέλεσε ποτέ σημαντικό πολιτικό ρεύμα. Είχε κάποια απήχηση σε άλλες περιφέρειες, όπως στην υποσαχάρια Αφρική, χωρίς όμως να οδηγήσει τους μαοϊκούς στην κατάληψη της εξουσίας.
Το κύριο πρόβλημα όσον αφορά τη διάδοση του μαοϊσμού ήταν ότι το Πεκίνο απαιτούσε από τους διεθνείς οπαδούς του Μάο να αποκηρύξουν τη Σοβιετική Ενωση. Για ηγέτες όπως ο Φιντέλ Κάστρο και διάφορα κομμουνιστικά κινήματα στη Λατινική Αμερική όμως η υποστήριξη της ισχυρής Σοβιετικής Ενωσης ήταν σημαντικότερη από την όποια στήριξη της Κίνας. Μεταξύ των κομμουνιστικών καθεστώτων μόνο η Αλβανία του Ενβέρ Χότζα επέλεξε το Πεκίνο έναντι της Μόσχας.
Το 1966 η Σοβιετική Ενωση προέβη σε αμυντική συμφωνία με τη Μογγολία και στη συνέχεια τοποθέτησε μερικές σοβιετικές μεραρχίες στη χώρα αυτή αυξάνοντας τις παραστάσεις απειλής στο Πεκίνο. Οι ανησυχίες της Κίνας εντάθηκαν τον Αύγουστο 1968, όταν τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία για να εξουδετερώσουν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της «άνοιξης της Πράγας».
Τον Μάρτιο 1969 ξέσπασαν σοβαρές μεθοριακές μάχες μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ενωσης, τις οποίες φαίνεται να ξεκίνησε η κινεζική πλευρά στήνοντας ενέδρα σε σοβιετικό άγημα, που οι Κινέζοι θεώρησαν ότι μπήκε σε κινεζικό έδαφος. Αξίζει να σημειωθεί ότι μικρά συνοριακά επεισόδια λάμβαναν χώρα για χρόνια. Οι τρεις μάχες του Μαρτίου 1969 πάντως άφησαν δεκάδες νεκρούς και οδήγησαν σε συγκέντρωση ισχυρών σοβιετικών δυνάμεων στα διμερή σύνορα. Νέα μεθοριακή μάχη ξέσπασε τον Αύγουστο.
Παρέμβαση ΗΠΑ
Καθώς συνεχιζόταν η συγκέντρωση σοβιετικών δυνάμεων στα βόρεια σύνορα της Κίνας, Σοβιετικοί αξιωματούχοι άρχισαν να ρωτούν Αμερικανούς αξιωματούχους αν οι ΗΠΑ θα δέχονταν μια σοβιετική επίθεση ενάντια στο κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Παρόμοιες διερευνητικές κινήσεις έκανε η Σοβιετική Ενωση και προς τους συμμάχους της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μάλλον για να το διαρρεύσει στην Κίνα και να αυξήσει τις πιέσεις στον Μάο. Η κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον ανησυχούσε τόσο πολύ για το ενδεχόμενο μαζικής σοβιετικής εισβολής στην Κίνα, που στις 5 Σεπτεμβρίου 1969 εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ξεκαθάριζε ότι οι ΗΠΑ δεν θα παρέμεναν αδρανείς σε περίπτωση σινοσοβιετικού πολέμου.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1969 το πολιτικό γραφείο του ΚΚΚ συζήτησε επανειλημμένως το ενδεχόμενο πολέμου και αποφάσισε να πάρει έκτακτα αμυντικά μέτρα. Ο Μάο θεωρούσε ως πιθανή ημερομηνία μιας σοβιετικής εισβολής την 1η Οκτωβρίου, καθώς ήταν η εθνική γιορτή της Κίνας. Οταν παρήλθε αυτή η ημερομηνία, θεώρησε ως επόμενη επικίνδυνη ημερομηνία την 20ή Οκτωβρίου, καθώς θα λάμβαναν χώρα σινοσοβιετικές συνομιλίες για τις μεθοριακές διαφορές τους. Στα μέσα Οκτωβρίου το πολιτικό γραφείο του ΚΚΚ αποφάσισε να διασπαρεί η κινεζική ηγεσία στην ενδοχώρα της Κίνας, καθώς το Πεκίνο ήταν σχετικά κοντά στα βόρεια σύνορα.
Προσέγγιση του Πεκίνου με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Μετά την πάροδο και της 20ής Οκτωβρίου 1969 χωρίς σοβιετική εισβολή, ο Μάο σταμάτησε να θεωρεί μια ενδεχόμενη σοβιετική εισβολή ως επικείμενη. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια ωστόσο αυξάνονταν οι σοβιετικές δυνάμεις στα βόρεια της Κίνας, φτάνοντας τις 44 μεραρχίες. Παράλληλα οι ΗΠΑ άρχισαν να μειώνουν τις δυνάμεις τους στο Νότιο Βιετνάμ στο πλαίσιο της πολιτικής της «βιετναμοποίησης», δηλαδή της σταδιακής αντικατάστασης των αμερικανικών δυνάμεων από δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ. Η αύξηση των σοβιετικών και η μείωση των αμερικανικών δυνάμεων στην άμεση περιφέρεια της Κίνας έπεισε τον Μάο να προσεγγίσει τις ΗΠΑ για να εξισορροπήσει τη σοβιετική ισχύ.
Η προσέγγιση της ΛΔΚ με τις ΗΠΑ χρειάσθηκε χρόνο. Από τον Οκτώβριο 1970 άρχισε να λειτουργεί το Πακιστάν ως δίαυλος επικοινωνίας, καθώς το εμπιστεύονταν τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον. Κρίσιμη πάντως ήταν η πρωτοβουλία του Μάο τον Απρίλιο 1971 να καλέσει στην Κίνα την εθνική ομάδα πινγκ πονγκ των ΗΠΑ, που βρισκόταν στην Ιαπωνία. Αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία για τις δύο πλευρές να αρχίσουν να ανασκευάζουν στην εκατέρωθεν κοινή γνώμη τις αρνητικές εικόνες που είχε η κάθε πλευρά για την άλλη. Η κίνηση αυτή άνοιξε τον δρόμο για τη μυστική επίσκεψη του Αμερικανού συμβούλου εθνικής ασφάλειας, Χένρι Κίσινγκερ, στο Πεκίνο τον Ιούλιο 1971, κατά την οποία συμφωνήθηκε να επισκεφθεί ο ίδιος ο Νίξον την Κίνα τους πρώτους μήνες του 1972.
Η επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα τον Φεβρουάριο 1972 κράτησε μία εβδομάδα, ώστε να μεγιστοποιηθεί η δημοσιότητά της και ο αντίκτυπός της στη διεθνή πολιτική. Στις συναντήσεις του Μάο με τον Αμερικανό πρόεδρο οι δύο ηγέτες αστειεύονταν για την παλιά έχθρα τους. Την ουσία πάντως την τόνισε ο Νίξον, λέγοντας στον Μάο: «Πρέπει, για παράδειγμα, να αναρωτηθούμε –εντός της αιθούσης πάντα– γιατί οι Σοβιετικοί έχουν περισσότερες δυνάμεις στα σύνορα απέναντί σας από ό,τι έχουν στα σύνορα απέναντι από τη Δυτική Ευρώπη;».
Το άνοιγμα του Μάο προς τις ΗΠΑ έβγαλε την Κίνα από την απομόνωση και δρομολόγησε μακροπρόθεσμα την ένταξή της στο ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα. Πιο άμεσα λειτούργησε ως εργαλείο για την εξισορρόπηση της σοβιετικής ισχύος, που συνέχιζε να ανησυχεί τον Μάο και τον Τσου Ενλάι το 1973. Με την κίνηση αυτή ο Μάο έβγαλε την Κίνα από μια επικίνδυνη γεωπολιτική κατάσταση, ενώ στα τελευταία χρόνια του –το 1972 ήταν 78 ετών– κατάφερε συνάμα να είναι ο οικοδεσπότης ενός από τα εντυπωσιακότερα διπλωματικά συμβάντα της εποχής του.
* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
(Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή 19.09.2015)