της Ρουμπίνας Σπάθη
Μια αιφνιδιαστική μετατόπιση της εστίας των κινδύνων για την παγκόσμια οικονομία κατεγράφη μέσα στην εβδομάδα, όταν οι αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις απέσπασαν το ενδιαφέρον αγορών και αναλυτών από την Ελλάδα και το μετέφεραν στη Σαγκάη, τη Σεντζέν και το Χονγκ Κονγκ.
Επρόκειτο, βέβαια, για κάτι σαν προαναγγελθέντα θάνατο, καθώς αναλυτές της αγοράς είχαν επανειλημμένως επισημάνει τον κίνδυνο να σκάσει η «φούσκα» των κινεζικών αγορών, που μέσα στους τελευταίους 12 μήνες κάλπαζαν χάρη σε έναν υπερβολικό δανεισμό και σε πλήρη δυσαρμονία προς την επιβραδυνόμενη κινεζική οικονομία.
Οι αγορές της Κίνας δεν αναμένεται να επηρεάσουν τις δυτικές, άμεσα τουλάχιστον, καθώς είναι ελάχιστη η πρόσβαση που έχουν σε αυτές οι ξένοι επενδυτές. Η πτώση, όμως, αναμένεται να πλήξει τα κέρδη των κινεζικών επιχειρήσεων και να μειώσει αισθητά τον πλούτο μεγάλου αριθμού κινεζικών νοικοκυριών περιορίζοντας την κατανάλωση.
Εκτιμάται, έτσι, πως θα επιτείνει την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας με συνεπακόλουθα σε παγκόσμιο επίπεδο. Κλονίζει, άλλωστε, την εμπιστοσύνη στη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο, τη γνωστή για τον κεντρικό σχεδιασμό της, καθώς η ιλιγγιώδης πτώση συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε παρά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του Πεκίνου με σκοπό τη στήριξη των κινεζικών χρηματιστηρίων.
Ηδη, από τα μέσα της εβδομάδας, οι κραδασμοί είχαν μεταφερθεί στις αγορές εμπορευμάτων, με τις τιμές του πετρελαίου και του χαλκού να υποχωρούν όχι μόνο λόγω της αυτονόητης ανησυχίας για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και της συνεπακόλουθης μείωσης της ζήτησης, αλλά και εξαιτίας μιας αναπόφευκτης υποχώρησης της ζήτησης από την Κίνα. Παράλληλα είχαν αρχίσει να επηρεάζονται οι υπόλοιπες ασιατικές αγορές, με πρώτη εκείνη της Ιαπωνίας που γνώρισε τη μεγαλύτερη πτώση της από τις αρχές του περασμένου έτους. Είχε καλλιεργηθεί ανησυχία πως η συνεχιζόμενη πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων θα έπληττε όσες ιαπωνικές επιχειρήσεις έχουν έκθεση στον ασιατικό οικονομικό γίγαντα. Την ίδια στιγμή υποχωρούσαν και τα χρηματιστήρια της Σεούλ και του Σίδνεϊ, με το τελευταίο να εξετάζει ακόμη μεγαλύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη χώρα, καθώς η Κίνα αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά για τις εξαγωγές της Αυστραλίας.
Ειρωνεία της τύχης ότι λίγο προτού αρχίσει η κατρακύλα των κινεζικών αγορών, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης MSCI είχε εξετάσει την προοπτική να τις κατατάξει στις ώριμες ασιατικές αγορές, κάτι που τελικά δεν έγινε. Είχε προηγηθεί επί μήνες ένας κυριολεκτικά αχαλίνωτος καλπασμός των κινεζικών αγορών που οφειλόταν σε έναν ιλιγγιώδη δανεισμό με σκοπό την κερδοσκοπία μέσω αγοράς μετοχών.
Η κορύφωση έφθασε ακριβώς πριν από ένα μήνα, στις 12 Ιουνίου, οπότε οι τιμές των κινεζικών μετοχών είχαν σημειώσει ιλιγγιώδη άνοδο έως και κατά 150%.
Εκτοτε οι βασικοί δείκτες των χρηματιστηρίων Σαγκάης και Σεντζέν αλλά και του Χονγκ Κονγκ, όπου ξένοι επενδυτές διαπραγματεύονται κινεζικούς τίτλους, βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση που έχει αφαιρέσει συνολικά 3 τρισ. δολάρια από το σύνολο της αξίας τους.
Μέσα στην εβδομάδα είχαν αναστείλει τη διαπραγμάτευση των μετοχών τους οι μισές τουλάχιστον από τις 2.800 κινεζικές επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στα δύο χρηματιστήρια, της Σαγκάης και της Σεντζέν, με σκοπό να αποτρέψουν την περαιτέρω πτώση των τιμών τους.
Η ανησυχητικά μεγάλη πτώση είχε αρχίσει από την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου και το Πεκίνο είχε σπεύσει να στηρίξει τις αγορές μειώνοντας το ύψος των κεφαλαίων που οφείλουν να διατηρούν οι κινεζικές τράπεζες στα ταμεία της κεντρικής τράπεζας, αλλά και επιτρέποντας στα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας να επενδύουν τα αποθεματικά τους σε διαπραγματεύσιμους τίτλους, κάτι που συνεπάγεται ένεση ρευστότητας ύψους 161 δισ. δολαρίων στην αγορά μετοχών. Διαπιστώνοντας ότι τίποτε από όλα αυτά δεν κατόρθωσε να ανακόψει την πτώση, αύξησε τη ρευστότητα στον Οργανισμό Χρηματοδότησης Χρηματιστηριακών που επιστράτευσε άμεσα 41,8 δισ. δολάρια για την αγορά μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης.
(Δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 12.07.2015)