του Timothy Garton Ash/ The Guardian (*)
Μπορεί ο Σι να τα καταφέρει; Αυτό είναι το μεγαλύτερο πολιτικό ερώτημα στον κόσμο σήμερα. Ναι μπορεί, μου λένε κάποιοι στο Πεκίνο. Οχι δεν μπορεί, λένε άλλοι. Οι σοφοί γνωρίζουν ότι ουδείς γνωρίζει.
Στην Ουάσιγκτον μαίνεται σφοδρή διαμάχη σχετικά με το αν οι ΗΠΑ πρέπει να αλλάξουν πολιτική απέναντι στην Κίνα, απαντώντας στη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση που δείχνει η Κίνα υπό την προεδρία του Σι Τζινπίγνκ. Στις κινήσεις του Κινέζου προέδρου περιλαμβάνεται η ανάπτυξη πυροβολικού στα ανεκδιήγητα τεχνητά νησιά που κατασκευάζει η Κίνα σε υφάλους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ενα ερώτημα με παγκόσμια σημασία είναι αν η Κίνα μπορεί να συντηρήσει τα τωρινά επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης ενώ εξαντλεί τις έτοιμες δεξαμενές φθηνής εργασίας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις παγίδες στις οποίες έχουν πέσει κάποιες οικονομίες μεσαίου εισοδήματος. Ακόμη περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες, το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομίας της Κίνας εξαρτάται από την ποιότητα των αποφάσεων που θα λάβει το πολιτικό σύστημα. Είναι η πολιτική, ανόητε.
Οι στόχοι του Σι είναι πλέον σαφείς. Προσπαθεί να κατευθύνει μια περίπλοκη οικονομία και κοινωνία, με αλλαγές που υπαγορεύονται από τα ηγετικά κλιμάκια ενός λενινιστικού κόμματος εκκαθαρισμένου, πειθαρχημένου και αναζωογονημένου. Το πράττει σε συνθήκες που δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ τέτοιο κόμμα, προσπαθώντας να συνδυάσει το «αόρατο χέρι» της αγοράς με το «ορατό χέρι» του μονοκομματικού κράτους. Ο Μεγάλος Τιμονιέρης Μάο Τσε Τουνγκ είναι σαφώς μια πηγή έμπνευσης, αλλά ο πραγματιστής μεταρρυθμιστής Ντενγκ Σιαοπίνγκ είναι μια άλλη. Οπως ανέφερε σχόλιο στο επίσημο πρακτορείο ειδήσεων Σινχουά, «για να ανάψει ξανά η φλόγα του έθνους, ο Σι κρατά τον πυρσό του Ντενγκ».
Μέχρι στιγμής η νέα φλόγα αφορά κυρίως την αποκατάσταση του ελέγχου επί του κόμματος, του κράτους, του στρατού και της όποιας κοινωνίας των πολιτών, μετά την εσωτερική κρίση που έγινε σαφής με την περίπτωση Μπο Σιλάι. Ομως, ως κομμουνιστής δεύτερης γενιάς, ο πρόεδρος μπορεί να πιστεύει πραγματικά ότι οι πεφωτισμένοι και ικανοί άρχοντες μπορούν να χειριστούν τα πράγματα καλύτερα ακολουθώντας τον Λένιν, αλλά και σε διαφορετικές εκδοχές, τον Πλάτωνα και τον Κομφούκιο. Ο σινολόγος Ράιαν Μίτσελ σημειώνει ότι, το 1948, ο βετεράνος κομμουνιστής Σι Ζονχούν είχε πει: «Οι πιο αξιαγάπητες αρετές των κομμουνιστών είναι η αφοσίωση και η τιμιότητα». Μιλώντας σε μέλη του κόμματος το 2013, ο γιος του, Σι Τζινπίνγκ, είπε ότι «τα ηγετικά στελέχη πρέπει να συμπεριφέρονται στον λαό με αφοσίωση και τιμιότητα».
Αυτό το πείραμα έχει αλλάξει τη ζωή χιλιάδων αξιωματούχων που έχουν «εκκαθαριστεί», εξαφανιζόμενοι στην τρυφερή αγκαλιά των αρμόδιων κομματικών και κρατικών οργάνων. Σε σύγκριση με αυτό, η μοίρα των ανώτατων αξιωματούχων της FIFA είναι παιδική εκδρομή, έστω και αν κάποιοι απ’ αυτούς στερούνται τα πρωινά τους στα πεντάστερα ελβετικά ξενοδοχεία.
Είναι επίσης πάρα πολύ άβολο για όσους Κινέζους πιστεύουν στην ελεύθερη συζήτηση και κριτική, στις πρωτοβουλίες πολιτών και στις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Σε αυτό το σημείο, βρήκα σημαντικές διαφορές με τις προηγούμενες επισκέψεις μου στο Πεκίνο. Δεν είναι απλά πιο δύσκολη η πρόσβαση στο Gmail, στα Google docs και σε πολλά άλλα κομμάτια του Ιντερνετ. Πιο σοβαρά, αισθάνθηκα ότι οι διανοούμενοι που πριν από λίγα χρόνια μιλούσαν ανοικτά, είναι τώρα πολύ νευρικοί. Τα όρια αυτού που μπορεί να ειπωθεί δημοσίως φαίνεται ότι όλο και στενεύουν. Ακτιβιστές, δικηγόροι που υπερασπίζονται τα πολιτικά δικαιώματα και μπλόγκερ έχουν συλληφθεί και φυλακιστεί. Ενας νέος νόμος για τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις προτείνει περιορισμούς σχεδόν τύπου Πούτιν. Αλλος νόμος προεκτείνει τον ορισμό της εθνικής ασφάλειας ώστε να περιλαμβάνει την ιδεολογία και τον πολιτισμό, με διατυπώσεις όπως «προώθηση της εξαιρετικής κουλτούρας του κινεζικού έθνους και υπεράσπισή της απέναντι στη διείσδυση βλαβερών πολιτισμικών στοιχείων».
Οσοι πιστεύουν ότι «ο Σι μπορεί», λένε ότι όλα αυτά ισχύουν – και όσοι βρίσκονται έξω από το σύστημα προσθέτουν, «δυστυχώς». Αλλά μας παροτρύνουν και να κοιτάξουμε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που προωθείται με αντίστοιχη αποφασιστικότητα. Τα βασικά του χαρακτηριστικά δεν συνοψίζονται εύκολα με οικείους όρους, επειδή το κινεζικό μείγμα είναι μοναδικό. Παραδείγματος χάρη, τα περίπλοκα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του χρέους των τοπικών κυβερνήσεων, η εισαγωγή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων για τη γεωργική γη και οι αλλαγές στο σύστημα καταγραφής νοικοκυριών (χουκου) μπορεί να έχουν τόσο μεγάλη σημασία όσο και αυτά που χωρούν στους τίτλους των δυτικών μέσων ενημέρωσης.
Αν όλ’ αυτά πετύχουν όπως έχουν σχεδιαστεί, τότε ο δυτικός φιλελεύθερος καπιταλισμός θα αποκτήσει έναν μεγάλο ιδεολογικό ανταγωνιστή με παγκόσμια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το καλό για τη Δύση είναι ότι ο ανταγωνισμός την κρατά σε εγρήγορση. Η δυτική ύβρις στις αρχές του 2000, τόσο στο εξωτερικό με τις δολοπλοκίες για αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ όσο και στο εσωτερικό με τις ξέφρενες υπερβολές του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, σίγουρα είχε σχέση με το αίσθημα ότι δεν υπάρχει κανένα σοβαρό ιδεολογικό αντίπαλον δέος.
Ως φιλελεύθερος δημοκράτης δεν θα ευχόμουν κάτι τέτοιο στους Κινέζους φίλους μου. Αλλά οπωσδήποτε εύχομαι οι αλλαγές στην Κίνα να γίνουν εξελικτικά και όχι επαναστατικά. Είναι ζήτημα πολέμου και ειρήνης. Ενα κομμουνιστικό καθεστώς σε κρίση θα μπει στον πειρασμό να παίξει το εθνικιστικό χαρτί πιο επιθετικά κάπου στην περιοχή, βασιζόμενο σε δεκαετίες προπαγάνδας, σε επιλεκτική ερμηνεία του πρόσφατου παρελθόντος και σε μια αφήγηση 150 ετών εθνικής ταπείνωσης. Αν η Κίνα τώρα προειδοποιεί τα αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροσκάφη να μην πετούν πάνω από τα τεχνητά νησιά της, μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα αντιδράσει εάν ξεσπάσει συστημική κρίση στο εσωτερικό της. Μια σύγκρουση δεν χρειάζεται να αντιπαραθέτει ευθέως την Κίνα με τις ΗΠΑ για να γίνει επικίνδυνη. Οσο σαφείς κι αν είναι οι «κόκκινες γραμμές» των ΗΠΑ –και πρέπει να γίνουν σαφέστερες από ό,τι ήταν οι γραμμές του Μπαράκ Ομπάμα, για το συμφέρον της Κίνας και όλων των υπολοίπων– ο κίνδυνος κακού υπολογισμού είναι μεγάλος.
Συνεπώς το συμπέρασμα είναι ότι, ενώ αυτή η πορεία εξέλιξης είναι διαφορετική από αυτή στην οποία ελπίζαμε την περίοδο που η Κίνα διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πρέπει να ελπίζουμε πως ο Σι θα κατορθώσει να περάσει το ποτάμι πηδώντας από πέτρα σε πέτρα. Εχω την εντύπωση ότι, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ο έξυπνος απολυταρχισμός του Σι θα διατηρήσει το κόμμα του στην εξουσία και την κατάσταση ως έχει. Το διάστημα αυτό επαρκεί για να καλύψει τις δύο πενταετίες στις οποίες περιορίζεται η θητεία του Σι (το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι προφανές ότι διδάχθηκε από τη Ρωσία του Μπρέζνιεφ καλύτερα απ’ ό,τι η FIFA). Ο Σι έχει ακόμη στη διάθεσή του πολύ σημαντικούς πόρους, μεταξύ αυτών τη γνήσια δημοφιλία του και τα έντονα συναισθήματα εθνικής υπερηφάνειας. Θα έβαζα λοιπόν ένα (μικρό) στοίχημα ότι, με την περιορισμένη έννοια, πράγματι «ο Σι μπορεί». Αλλά με την ευρεία έννοια και μακροπρόθεσμα... Περιμένετε μια ταραγμένη δεκαετία του 2020.
* Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
(Η απόδοση στα ελληνικά δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή 14.06.2015)