Ο Κισόρ Μαμπουμπάνι δεν είχε έρθει στην Ελλάδα για δουλειά. Ο 66χρονος ακαδημαϊκός και πρώην διπλωμάτης, από τις σημαντικές φυσιογνωμίες στη ραγδαία πορεία της Σιγκαπούρης από τριτοκοσμική αποικία σε οικονομία-υπόδειγμα του ανεπτυγμένου κόσμου, θα ταξίδευε οδικώς στην Πελοπόννησο με την αμερικανικής καταγωγής σύζυγό του, για να γιορτάσουν την τριακοστή επέτειο του γάμου τους. (...)  Ο Μαμπουμπάνι -κοσμοπολίτης, εύγλωττος, με μία αδιατάρακτη αυτοπεποίθηση που μπορεί να παρεξηγηθεί ως υπεροψία- είναι σήμερα πρύτανης και καθηγητής της Πρακτικής της Δημόσιας Πολιτικής στη Σχολή Δημόσιας Πολιτικής Lee Kuan Yew του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης. Για 33 χρόνια, από το 1971-2004, εργαζόταν στο υπουργείο Εξωτερικών της Σιγκαπούρης, φτάνοντας να την εκπροσωπήσει ως πρέσβης στα Ηνωμένα Εθνη. Ως συγγραφέας, είναι διεθνώς γνωστός ως ο προεξάρχων απόστολος της ανόδου της Ασίας και του τέλους εποχής της δυτικής πρωτοκαθεδρίας.
(...)
«Μία από τις μεγάλες αδυναμίες της δυτικής σκέψης είναι μία τάση να βλέπει τα πράγματα ως μαύρα ή άσπρα. Ή είσαι ελεύθερος ή είσαι ανελεύθερος» απαντά αφοπλιστικά ο Μαμπουμπάνι. Αυτός ο τρόπος σκέψης, σημειώνει, είναι προϊόν ενός «μονοθεϊστικού κόσμου». Στο ινδουιστικό περιβάλλον στο οποίο εκείνος μεγάλωσε, αντιθέτως, «λατρεύαμε πολλές θεότητες».
Σύμφωνα με την εκτίμησή του, ζούμε σήμερα «τη μετάβαση από έναν άκαμπτο ασπρόμαυρο κόσμο σε ένα πολύχρωμο, καλειδοσκοπικό κόσμο. Οντως, οι Κινέζοι δεν έχουν το δικαίωμα να βγουν στους δρόμους και να διαμαρτυρηθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ελευθερία να προτείνουν διαφορετικές λύσεις με πιο διακριτικούς τρόπους. Οι νέοι Κινέζοι σήμερα έχουν πρόσβαση σε πολύ περισσότερη πληροφορία από οποτεδήποτε άλλοτε. Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον η υπ’ αριθμόν ένα γλώσσα στο Διαδίκτυο είναι τα μανδαρίνικα, ή ότι Κινέζοι καθηγητές παραιτούνται από θέσεις στο διδακτικό προσωπικό βορειοαμερικανικών πανεπιστημίων για να επιστρέψουν στην Κίνα. Συνολικά εκατό εκατομμύρια Κινέζοι φεύγουν κάθε χρόνο από τη χώρα τους για ταξίδια και επιστρέφουν πίσω. Είναι εκπληκτικό νούμερο! Αν πείτε σε έναν Κινέζο σήμερα ότι το μυαλό του είναι κλειστό, θα σας κοιτάξει απορημένος».
(...)
Ο συνομιλητής μου επικαλείται τον Ινδό νομπελίστα οικονομολόγο Αμάρτια Σεν. «Οταν μίλησε στη σχολή μου [σ.σ.: το 2006], ο Σεν είπε ότι αυτό που χρειάζεται τώρα ο κόσμος είναι το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς και το ορατό χέρι της καλής διακυβέρνησης. Δεν πρέπει να είναι βαρύ χέρι, αλλά το κράτος έχει ένα ρόλο να παίξει. Δεν πρέπει να αποφασίζει πόσες οδοντόκρεμες θα παραχθούν, αλλά πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν θα δηλητηριάζουν αυτούς που τις αγοράζουν, ότι οι εργαζόμενοι που τις παράγουν δεν θα λαμβάνουν μισθούς πείνας και ότι δεν θα δημιουργηθεί μονοπώλιο που θα επιτρέψει στην εταιρεία να επιβάλει υψηλές τιμές στους καταναλωτές».
Επιπλέον, όπως σημειώνει, ο ρόλος του κράτους εξελίσσεται με τον βαθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας. «Στα αρχικά στάδια, η κρατική παρέμβαση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στη συνέχεια, καθώς η οικονομία αποκτά δυναμική, η παρουσία του κράτους πρέπει να γίνεται πιο διακριτική».
Αυτό είναι που προσπαθεί να κάνει η Κίνα στην τρέχουσα συγκυρία, όπως εκτιμά. Αφηγείται μάλιστα την εξής χαρακτηριστική συνομιλία, μεταξύ ενός Αμερικανού γερουσιαστή (o οποίος και του τη μετέφερε) και του νυν πρωθυπουργού της Κίνας Λι Κετσιάνγκ: «Ο γερουσιαστής τον ρώτησε πώς θα αντιμετωπίσει η Κίνα το πρόβλημα της διαφθοράς. Η απάντηση του Λι Κέτσιανγκ ήταν ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί είναι να σταματήσει να έχει ρόλο το κράτος στην κατανομή των πόρων - να περάσει εξ ολοκλήρου στον ιδιωτικό τομέα».
(...)
«Κατ’ αρχάς, θα έλεγα ότι η παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε από την Ευρώπη. Τον 19ο αιώνα, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος κοιμόταν, η Ευρώπη κατέκτησε τους πάντες. Αποφασίσατε ότι η Ευρώπη δεν σας αρκούσε και εποικίσατε την Ινδία, τη νοτιοανατολική Ασία, μέρος της Κίνας. Ξυπνήσατε πολιτισμούς που βρίσκονταν για πολύ καιρό σε λήθαργο. Τώρα όμως έχουν ξυπνήσει για τα καλά. Θέλουν να συμμετάσχουν στον κόσμο που η Ευρώπη δημιούργησε. Δεν μπορείτε να τους πείτε να ξαναπέσουν για ύπνο».

(απόσπάσματα από συνέντευξη στον Γιάννη Παλαιολόγο, δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή 17.05.2015)