του William Pesek /Bloomberg
Οι Κινέζοι επενδυτές συμπεριφέρονται σαν ζαλισμένοι, όπως έκαναν και οι Αμερικανοί στις 5 Δεκεμβρίου του 1996, όταν ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Aλαν Γκρίνσπαν, είχε κάνει την περιβόητη δήλωση «για την ανορθολογική υπερβολή» των αγορών. Δεν χρειάζεται να δώσετε βάση στα δικά μου λεγόμενα. Αρκεί να ανατρέξετε στις δηλώσεις του αρμόδιου οργάνου της Κίνας, της Ρυθμιστικής Επιτροπής Χρεογράφων, οι οποίες έχουν ως εξής: «Οι επενδυτές πρέπει να είναι προσεκτικοί με τους κινδύνους των αγορών. Δεν πρέπει να σκέπτονται ότι εάν δεν αγοράσουν τώρα, θα χάσουν την ευκαιρία». Στις αρχές της εβδομάδας ο δείκτης των τιμών μετοχών στο χρηματιστήριο της Σαγκάης εκτινάχθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, συμπληρώνοντας την πιο μακρά περίοδο ανόδου μετά το 2007. Τι σημαίνει αυτό; Πως το Πεκίνο υποπίπτει στα ίδια σφάλματα με την Ουάσιγκτον προ δεκαοκτώ ετών, η οποία δεν χαλιναγώγησε μία χρηματιστηριακή έκρηξη, βασισμένη στη μόχλευση πρωτίστως και όχι στην πραγματικότητα. Τότε η παρέμβαση του Αλαν Γκρίνσπαν στη φρενίτιδα της Γουόλ Στριτ έγινε με μισή καρδιά: ήταν τόσο κωδικοποιημένη και σκοτεινή, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ακόμα και από έμπειρους δημοσιογράφους που κάλυπταν το ρεπορτάζ της Fed. Ο τότε πρόεδρός της είχε διατυπώσει τις επιφυλάξεις του εν μέσω μιας ανιαρής ομιλίας του για τη «φούσκα» ιαπωνικών ακινήτων της δεκαετίας του 1980. Μια-δυο μέρες μετά τη δήλωσή του οι αγορές σείονταν, καθώς οι επενδυτές φαντάζονταν ότι η Fed θα ανέκοπτε το συνεχιζόμενο ράλι, το οποίο είχε προσδώσει αστρονομικές αποτιμήσεις στις πιο αμφιλεγόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις.
Οι γερουσιαστές και οι βουλευτές έπαθαν αποπληξία, σκεπτόμενοι ότι η Fed θα θέσει στο στόχαστρό της τις μετοχές. Τελικώς, όμως, ο Αλαν Γκρίνσπαν αναδιπλώθηκε. Εάν, τουναντίον, η Fed είχε ελέγξει αποφασιστικότερα την αγορά στα τέλη του 1990, λόγου χάριν, με το να ζητήσει αυστηρότερες προδιαγραφές στις συναλλαγές με μόχλευση, ενδεχομένως η κατάρρευση του δείκτη Nasdaq να είχε αποφευχθεί. Οι επενδυτές, που θα είχαν σωφρονιστεί, δεν θα είχαν τόσο μεγάλη προθυμία να προβούν σε υπερβολική μόχλευση τη δεκαετία του 2000. Στο Πεκίνο του σήμερα, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Ζου Σιαοτσουάν, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο λάθος.
Σημειωτέον πως δεν είναι τα οικονομικά μεγέθη της Κίνας που αποτελούν την κινητήρια δύναμη του χρηματιστηριακού ράλι, αλλά οι πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας επιβραδύνεται, η κυβέρνηση θέτει περιορισμούς στην αγορά ακινήτων και την αγορά πιστώσεων, οι οποίες κάποτε φαίνονταν ασυγκράτητες. Οπότε μένει μόνον ένα πεδίο όπου οι Κινέζοι μπορούν να κορέσoυν τη σπουδή τους να γίνουν πλούσιοι γρήγορα· είναι οι μετοχές. Τον Σεπτέμβριο μειώθηκαν περισσότερο από 50% οι χρεώσεις για να ανοίξει ένα άτομο ή ένας οργανισμός ένα χαρτοφυλάκιο με μετοχές. Ως αναμενόμενο αποτέλεσμα, η αξία των μετοχών, που αγοράστηκαν με δανεισμό, αυξήθηκε στα επίπεδα ρεκόρ των 158 δισ. δολαρίων. Την πρώτη εβδομάδα Μαρτίου οι επενδυτές στην ενδοχώρα της Κίνας, εκτός Χονγκ Κονγκ, άνοιξαν 662.000 νέα χαρτοφυλάκια μετοχών.
Προφανώς, ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός Κινέζων σπεύδει να αγοράσει τίτλους από φόβο μήπως χάσει την ευκαιρία. Βέβαια, το Πεκίνο, με τα συναλλαγματικά του διαθέσιμα στα 3,8 τρισ. δολάρια, μπορεί ανά πάσα στιγμή να στηρίξει την αγορά, εάν σημειωθεί κραχ. Αλλά προτού περάσει πολύς καιρός, πέραν του να διατηρήσει την ανάπτυξη στο 7%, η κυβέρνηση θα κινηθεί να στηρίξει μετοχές, εταιρείες, που θα βρίσκονται στο χείλος της πτώχευσης με χρέη σε δολάρια και κρατικούς οργανισμούς που θα στερούνται ρευστότητας.
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 28.03.2015)