του Leonid Bershidsky/Bloomberg
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες ελκύουν σε μεγάλο βαθμό τις κινεζικές επενδύσεις, ενώ σταδιακά οι Κινέζοι βάζουν στο στόχαστρο όλο και πιο γνωστές εταιρείες. Τις τελευταίες ημέρες έδειξαν ενδιαφέρον για ένα μεγάλο συγκρότημα 18 κτιρίων στο Βερολίνο και την ιταλική εταιρεία κατασκευής ελαστικών Pirelli. Για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο, η Ευρώπη θεωρεί τους Κινέζους επενδυτές, ακόμη και όταν ελέγχονται από το κράτος, πιο ευπρόσδεκτες από, ας πούμε, τους Ρώσους. Μέχρι το 2011 η Κίνα κυρίως υποδεχόταν ευρωπαϊκές επενδύσεις, όμως στη συνέχεια η κρίση συρρίκνωσε τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένες κυβερνήσεις προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις, ενώ σεβαστές εταιρείες έγιναν λιγότερο επιλεκτικές όσον αφορά επίδοξους επενδυτές. Κινέζοι επενδυτές εξαγόρασαν τη σουηδική Volvo, απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στη γαλλική Peugeot-Citroen και στον οίκο μόδας Sonya Rykiel, μερίδιο στο λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα και στη Βρετανία την αλυσίδα ρεστοράν Pizza Express και την πολυτελή εταιρεία κατασκευής ρούχων Aquascutum, αυξάνοντας εκθετικά τις κινεζικές επενδύσεις.
Μεγάλη αύξηση
Το 2014, όταν έγιναν οι συμφωνίες για την Peugeot και την Pizza Express, οι κινεζικές εξαγορές στην Ευρώπη έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ. Οι κινεζικές επενδύσεις αυξήθηκαν και στις ΗΠΑ, υπερβαίνοντας τις ροές αμερικανικών κεφαλαίων προς την Κίνα, αν και η Ευρώπη υποδέχτηκε με μεγαλύτερη προθυμία τις κινεζικές επενδύσεις. Οι κινεζικές επενδύσεις αποτελούν μόλις το 1% των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη, ποσοστό που δεν προκαλεί ανησυχία. Εξαιρείται πάντως η εκρηκτική άνοδος των ιδιωτικών κινεζικών επενδύσεων σε περιφερειακό επίπεδο, όπως για παράδειγμα στα ακίνητα της Πορτογαλίας και της Λεττονίας στο πλαίσιο προγραμμάτων χορήγησης βίζας.
Η Ευρώπη είναι σχετικά φθηνή, είναι ανοιχτή και διαθέτει στοιχεία που κυνηγούν οι Κινέζοι επενδυτές, όπως τεχνολογία και ευρέως αναγνωρίσιμες μάρκες. Η συμφωνία για την Pirelli αφορά το δεύτερο. Ο επενδυτής είναι η κινεζική εταιρεία China National Tire & Rubber Company, θυγατρική του κρατικού γίγαντα ChemChina, και πουλάει 20 εκατομμύρια ελαστικά τον χρόνο, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τις μάρκες της, ονόματι Rubber Six και Aeolus. Δεν διαθέτει τη λαμπρή αγωνιστική ιστορία της Pirelli ούτε το διάσημο ημερολόγιό της. Η ιταλική εταιρεία φαντάζει υπερεκτιμημένη, με την τιμή της μετοχής της να είναι κατά 23 φορές υψηλότερη από τα κέρδη της σε σχέση με 16 φορές για τη Michelin και 11 φορές για την κορεατική Kumho. Ωστόσο η Pirelli διαθέτει την πέμπτη πιο πολύτιμη μάρκα ελαστικών στον κόσμο, ενώ οι άλλες δύο ευρωπαϊκές εταιρείες που βρίσκονται στην πρώτη πεντάδα, οι Michelin και Continental, είναι θυγατρικές πολύ μεγαλύτερων ομίλων και δεν αποτελούν εύκολο στόχο εξαγοράς. Για ένα φιλόδοξο αγοραστή που διαθέτει σημαντικά χρήματα και παραγωγική ικανότητα, η Pirelli αποτελεί ιδανικό στόχο.
Η κεφαλαιοποίησή της είναι μόλις 7,5 δισ. δολάρια (τα έσοδα της ChemChina ανήλθαν πέρυσι στα 40 δισ. δολάρια) και το όνομά της μπορεί να χαρίσει διεθνή αναγνώριση στον κινεζικό γίγαντα των ελαστικών. Εδώ έγκειται και το πρόβλημα. Η πλειονότητα των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη κατευθύνεται προς υπάρχουσες και καθιερωμένες εταιρείες, ενώ δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ενδιαφέρον για στήσιμο νέων εταιρειών.
Δεν είναι καθόλου κακό ιδιωτικές εταιρείες να εξαγοράζουν ευρωπαϊκές, οι διασυνοριακές επιχειρηματικές συμφωνίες είναι συνηθισμένες σήμερα.
Οταν όμως παλιές ευρωπαϊκές εταιρείες πέφτουν στα χέρια κινεζικών κρατικών εταιρειών, τότε το θέμα αποκτάει γεωπολιτική διάσταση. Στην ουσία οι ευρωπαϊκές χώρες δανείζουν τμήμα της κληρονομιάς τους στο «χταπόδι» που είναι η κινεζική κυβέρνηση, η οποία θέλει να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή της. «Προς το παρόν, οι κινεζικές επενδύσεις φαντάζουν ως χρήματα που πέφτουν από τον ουρανό, αλλά θα μπορούσαν να μετατραπούν σε δούρειο ίππο μέσω του οποίου θα μπουν στην καρδιά της Ευρώπης η κινεζική πολιτική και αξίες», έγραψε το 2014 η κ. Σοφιέ Μουνιέ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Πολιτικά κίνητρα πίσω από επενδύσεις
Οι Ευρωπαίοι που επενδύουν στην Κίνα εξαναγκάζονται να στήσουν κοινοπραξίες με Κινέζους εταίρους ενώ άλλοι περιορισμοί ισχύουν σε συγκεκριμένους τομείς.
Ωστόσο, η δεκτικότητα των Ευρωπαίων προς τις κινεζικές επενδύσεις σημαίνει υποστήριξη προς ένα καθεστώς που δεν είναι αναγκαστικά φιλικό προς την Ευρώπη και σίγουρα δεν μοιράζεται κοινές αξίες. Δεν υπάρχει διαφορά με το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών προς τους κρατικά ελεγχόμενους ρωσικούς γίγαντες όπως η Rosneft και η Gazprom. Αν μπορούσαν θα αγόραζαν ευχαρίστως ό,τι μπορούσαν μόνο και μόνο για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση της Μόσχας έναντι της Ε.Ε. Η Ευρώπη χρειάζεται συνεκτική πολιτική για τη διαχείριση άμεσων ξένων επενδύσεων και κατευθυντήριες γραμμές για το τι είναι επιτρεπτό και ποιου είδους επενδυτές είναι ευπρόσδεκτοι.
Θα μπορούσε να υπάρξει η απαίτηση κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες να επενδύουν μόνο σε νέα σχέδια ή να συνεργάζονται με τοπικές εταιρείες και να αποκτούν μερίδιο που δεν θα τους επιτρέπει να ελέγχουν την εταιρεία, ενώ θα υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια για κινεζικές ιδιωτικές εταιρείες.
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 29.03.2015)