του Mohamed El-Erian/ BLOOMBERG
Παρά τις πολιτικές ίντριγκες της Κίνας, τις οποίες παρατηρούμε επί σειρά ετών, σε επίπεδο οικονομίας έχει μια σαφή οικονομική στρατηγική ή, τουλάχιστον, είχε μέχρι προσφάτως. Εντούτοις, τις τελευταίες εβδομάδες, η προσέγγισή της στη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του γουάν έχει προκαλέσει σύγχυση σε όσους την παρακολουθούν από κοντά. Η πρωτοβουλία της κεντρικής τράπεζας της χώρας (της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας) να περικόψει τα επιτόκια επιτείνει την έκπληξη, όπως και οι συζητήσεις για επιπλέον μέτρα στήριξης της οικονομίας. Διακινδυνεύοντας ορισμένες υπεραπλουστεύσεις, η οικονομική στρατηγική της Κίνας έχει αποδειχθεί στέρεη και σταθερή στο να επιτυγχάνει τη σταδιακή μετάβαση από ένα αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο εξαρτάται ιδιαιτέρως από τις εξαγωγές και τις κρατικές επενδύσεις, σε ένα άλλο, το οποίο θα ενεργοποιείται κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις επενδύσεις των ιδιωτών.
Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι οι πολιτικοί ηγέτες της Κίνας είναι αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν αυτήν τη μετάβαση χωρίς να υπάρξει σημαντική οικονομική επιβράδυνση: θέλουν, δηλαδή, να διατηρήσουν ένα μέσο όρο ανάπτυξης της τάξεως του 7%, ο οποίος θεωρείται ζωτικής σημασίας για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Η στρατηγική προσέγγιση της Κίνας θα πρέπει να εναρμονισθεί με βραχυπροθέσμους προβληματισμούς, οι οποίοι λειτουργούν ανταγωνιστικά με αυτήν. Οι εν λόγω προβληματισμοί αφορούν τη βραδεία ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κρίση χρέους στην Ευρώπη και τα μεγάλα κύματα της παγκόσμιας ροής κεφαλαίων. Από καιρού εις καιρόν, οι Κινέζοι πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν καμία άλλη επιλογή παρά να γυρίσουν πίσω και να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν περισσότερη ανάπτυξη, επαναχρησιμοποιώντας την παλαιότερη προσέγγισή τους. Σε αυτήν εμπεριέχονται δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα, τα οποία εφαρμόζονται κυρίως διαμέσου των κρατικών επιχειρήσεων και τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικών υπερβολών στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα της χώρας, την αγορά ακινήτων και σε άλλους κλάδους. Καίριο παράδειγμα αποτελεί το 2009, όταν η Κίνα αποδύθηκε σε μια γιγαντιαία δημοσιονομική και νομισματική επέκταση, αποσκοπώντας να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Εξαιρουμένων αυτών των επεισοδίων, η Κίνα έχει αποπειραθεί να αποφύγει το να περιπλέξει την οικονομική της μετάβαση με βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις. Εξ ου και έχει επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή στο να αποτρέψει μία ραγδαία ανατίμηση στο ελεγχόμενο νόμισμά της. Εντούτοις, τους τελευταίους μήνες με χαρά επέτρεψε στο γουάν να ενισχυθεί σημαντικά μαζί με το ενδυναμωμένο δολάριο, με το οποίο είναι συναρτημένο διαμέσου ενός συστήματος εν μέρει συνδεδεμένων ισοτιμιών. Ως αποτέλεσμα το γουάν ανήλθε δραστικά προς το ευρώ και το γιεν και έτι περαιτέρω ως προς ορισμένα νομίσματα αναδυόμενων χωρών, όπως της Νότιας Κορέας. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, δεδομένου του επιβλαβούς αντικτύπου στις εξαγωγές. Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της έμφασης την οποία δίνουν οι Κινέζοι πολιτικοί επί της σταθερής οικονομικής επέκτασης ως ενός μέσου για την απορρόφηση της εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές της χώρας στα αστικά κέντρα, καθώς και για την επίτευξη πολιτικής και κοινωνικής αρμονίας.
Μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή μια ανατίμηση του νομίσματος θα μπορούσε πιθανώς να δικαιολογηθεί βάσει δύο επιχειρημάτων: την προς τα κάτω πίεση που ασκεί η ανατίμηση στον πληθωρισμό και το κίνητρο το οποίο παράσχει στις κινεζικές επιχειρήσεις, ώστε να ανταγωνιστούν αποδοτικότερα. Η αιφνίδια περικοπή των επιτοκίων, ωστόσο, έχει καταστήσει την ερμηνεία αυτή λιγότερο ευθύβολη. Aν μη τι άλλο, η μείωση των επιτοκίων βαίνει αντίθετα προς την ανατίμηση του νομίσματος και προσφέρει φθηνή χρηματοδότηση σε αντιπαραγωγικές κρατικές επιχειρήσεις. Η παλινδρόμηση της κινεζικής πολιτικής φανερώνει μια ευρύτερη πραγματικότητα, την οποία αντιμετωπίζουν οι αναδυόμενες οικονομίες. Οι αναδυόμενες οικονομίες, ακόμα και όσες τυγχάνουν ορθής διαχείρισης, όπως της Κίνας, έχουν δυσκολία στο να πλοηγηθούν διαμέσου μιας ρευστής παγκόσμιας οικονομίας, η οποία έχει διαστρεβλωθεί από την ημιτελή ανταπόκριση της Δύσης στα προβλήματά της και από την παρατεταμένη εξάρτησή της από τα πειράματα των κεντρικών τραπεζών, όπως τα αρνητικά επιτόκια και άλλα μέτρα για την τεχνητή τόνωση των τιμών των ακινήτων.
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινη 26-11-2014)