του David E. Sanger /The New York Times
Με την άσκηση διώξεων κατά στελεχών της διεύθυνσης κυβερνοπολέμου του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, που φέρει την κωδική ονομασία Μονάδα 61398, η κυβέρνηση Ομπάμα στρέφεται στην ποινική δικαιοσύνη, σε μια προσπάθεια να αποδείξει τη διαφορά μεταξύ της κατασκοπείας για λόγους εθνικής ασφάλειας και της βιομηχανικής, οικονομικής κατασκοπείας.
Οι Κινέζοι, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί αμερικανικό εφεύρημα, που επινοήθηκε για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού. Το Πεκίνο εκτιμά ότι η αναζήτηση επιχειρηματικών μυστικών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εθνικής ασφάλειας, ιδιαίτερα για μια αναδυόμενη οικονομική υπερδύναμη. Παρότι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν θέλουν να το ομολογήσουν, η άποψη της Ουάσιγκτον δεν βρίσκει παρά ελάχιστους συμμάχους στον κόσμο. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, είναι διαβόητοι για την κρατικά εγκεκριμένη εταιρική κατασκοπεία τους, πολύ πριν οι Κινέζοι αριστεύσουν στον τομέα.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ερικ Χόλντερ επανέλαβε αυτή την εβδομάδα τις γνωστές δηλώσεις, ότι οι ΗΠΑ δεν προβαίνουν σε βιομηχανική κατασκοπεία, ενώ ανακοίνωσε το κατηγορητήριο εις βάρος των Κινέζων χάκερ, αποκαλύπτοντας ότι στόχος τους υπήρξαν τα σχέδια πυρηνικού εργοστασίου και στοιχεία για την αμερικανική βιομηχανία ηλιακών κατόπτρων. «Η ηλεκτρονική διείσδυση πραγματοποιήθηκε προς όφελος κινεζικών κρατικών εταιρειών», είπε ο Αμερικανός υπουργός.
Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μονάδα των χάκερ του κινεζικού στρατού έβαλε στο στόχαστρό της αμερικανικές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται κινεζικές, η δραστηριότητα των χάκερ επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς.
Θύματα ηλεκτρονικών επιθέσεων και κλοπής δεδομένων έπεσαν έτσι το γραφείο του υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ, οι κατασκευάστριες εταιρείες του νέου αεροσκάφους F-35, τα ινστιτούτα Council on Foreign Relations και Aspen Institute, καθώς και η εφημερίδα New York Times.
Οι Αμερικανοί εισαγγελείς εστίασαν αυτή τη φορά την προσοχή τους στις πλέον οφθαλμοφανείς περιπτώσεις βιομηχανικής κατασκοπείας, στηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την εκπεφρασθείσα άποψη του προέδρου Ομπάμα για τη μεγάλη σημασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Με τις διώξεις, όμως, οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να καταλάβουν εκ νέου την ηθική πρωτοκαθεδρία, την οποία έχουν απολέσει μετά τις αποκαλύψεις του πρώην πράκτορα της NSA, Εντουαρντ Σνόουντεν, για το πρόγραμμα καθολικής παρακολούθησης ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την «αγάπη» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη βιομηχανική κατασκοπεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σνόουντεν, η αμερικανική κυβέρνηση διεισέδυσε στους ηλεκτρονικούς διακομιστές του κινεζικού κολοσσού Huawei. Στόχος της NSA ήταν να κατασκοπεύσει χώρες-πελάτες της Huawei. Στις καταγγελίες του Πεκίνου για βιομηχανική κατασκοπεία, ο πρώην διευθυντής της CIA, Μάικλ Χέιντεν, απαντά: «Οι διώξεις αυτής της εβδομάδας έχουν μεγάλη σημασία, καθώς απορρίπτουν την ψευδή εξομοίωση των δραστηριοτήτων μας με εκείνες του Πεκίνου. Παραδέχομαι ότι η τακτική είναι επικίνδυνη, αλλά τη θεωρώ προτιμότερη από την απραξία».
Πρώτη επίπτωση των διώξεων υπήρξε η ανακοίνωση από μέρους της κινεζικής κυβέρνησης για αναστολή των διμερών συνομιλιών για τη θέσπιση κανόνων λειτουργίας του Ιντερνετ.
Τα στοιχεία της NSA
Οι συνομιλίες είχαν ξεκινήσει τον περασμένο μήνα, ενώ αντιμετώπιζαν ήδη σοβαρές δυσκολίες. Σε ταξίδι του στο Πεκίνο στα μέσα Απριλίου, ο υπουργός Αμυνας Τσακ Χέιγκελ προσπάθησε να πείσει τους Κινέζους ομολόγους του ότι τα στοιχεία που παράνομα συνέλεγε η NSA δεν αξιοποιήθηκαν προς όφελος αμερικανικών επιχειρήσεων.
Στις επαφές που είχε, ο κ. Χέιγκελ προσέφερε στους Κινέζους μια γενική εικόνα των αμερικανικών μεθόδων διασφάλισης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ελπίζοντας ότι οι ομόλογοί του στο Πεκίνο θα έπρατταν το ίδιο.
Αντ’ αυτού, όμως, οι Κινέζοι αξιωματούχοι αρνήθηκαν επίμονα ότι προβαίνουν σε ηλεκτρονική κατασκοπεία. Οταν οι Times δημοσίευσαν στις αρχές του 2013 άρθρο σχετικά με τη δράση της Μονάδας 61398, το Πεκίνο είχε διαψεύσει κατηγορηματικά την ύπαρξή της. Για λίγες εβδομάδες, η μονάδα έπαψε τη λειτουργία της.
Μέσα στον Μάρτιο του 2013, όμως, η μονάδα επανήλθε -χρησιμοποιώντας άλλους διακομιστές- για να στραφεί κατά των ίδιων αμερικανικών εταιρικών στόχων.
Θύματα, εταιρείες και οργανισμοί των ΗΠΑ
Απόρρητα στοιχεία, που έδιναν πρόσβαση στα δίκτυα υπολογιστών τους, «έχασαν» δύο μεγάλες αμερικανικές χαλυβουργίες, οι US Steel και Allegheny Technologies. Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλιακών κατόπτρων στις ΗΠΑ, SolarWorld, φέρεται να απώλεσε τεχνολογικά μυστικά, στοιχεία για το κόστος παραγωγής, προβολές κερδοφορίας και λεπτομέρειες για τη νομική του στρατηγική. Τέλος, το συνδικάτο εργαζομένων στη χαλυβουργία, United Steelworkers, ανέφερε την κλοπή αρχείων που περιέγραφαν τη συνδικαλιστική στρατηγική και τις διεθνείς συνομιλίες του συνδικάτου με παραγωγούς σπάνιων γαιών και ανταλλακτικών αυτοκινήτων, δύο τομείς που βρίσκονται στην πρώτη θέση του κινεζικού ενδιαφέροντος.
Και τα τέσσερα αυτά νομικά πρόσωπα έχουν, όμως, και άλλο ένα κοινό, εκτός από το ότι έπεσαν θύματα χάκερς, το κάθε ένα βρίσκεται εν μέσω εμπορικής διένεξης με κινεζική εταιρεία. Πίσω από τον διπλωματικό σάλο που έχει ξεσπάσει, κρύβεται μια πικρή αλήθεια για τις δυτικές επιχειρήσεις: μια αντιπαράθεση με το Πεκίνο -ή ακόμη και η καταγγελία κινεζικής παρατυπίας σε διεθνές φόρουμ, όπως ο ΠΟΕ- μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις.
(ελληνική μετάφραση εφ. Η Καθημερινή, 24.05.2014)