του Ian Bremmer* / The New York Times

Πολλοί άνθρωποι στον κόσμο πιστεύουν σήμερα ότι η ανάδειξη της Κίνας σε κυρίαρχο παίκτη της διεθνούς σκηνής είναι αναπόφευκτη. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει και η πλειοψηφία των Αμερικανών ερωτηθέντων της μελέτης του ινστιτούτου Pew Research, που πιστεύει ότι η χώρα τους είναι ταγμένη για τη δεύτερη θέση στη διεθνή κατάταξη.
Παρότι, όμως, η κινεζική οικονομική επιρροή αυξάνεται αναμφίβολα, η ικανότητα του Πεκίνου να επηρεάζει τις αποφάσεις ξένων κρατών παραμένει ισχνή. Η Κίνα δεν επέτυχε αυτό που πολιτικοί αναλυτές ονομάζουν «σύλληψη», μια κατάσταση στην οποία η οικονομική ή αμυντική εξάρτηση μιας χώρας από μία ισχυρότερη επιτρέπει στον ισχυρό εταίρο να καθορίζει την πολιτική του αδυνάτου.
Μόνο σε χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, η Καμπότζη και το Λάος μπορούμε να διαγνώσουμε μεγάλη κινεζική επιρροή, με την κινεζική βιομηχανία να εξυπηρετεί το 90% των ενεργειακών απαιτήσεων και το 80% των καταναλωτικών αναγκών των παραπάνω οικονομιών. Αυτοί, όμως, δεν είναι οι σύμμαχοι που χρειάζεται μια αναδυόμενη διεθνής δύναμη, για να εδραιώσει τη θέση της και να διασπείρει την επιρροή της.
Τα κράτη που βρίσκονται πιο κοντά στη «σύλληψη» από το Πεκίνο είναι το Πακιστάν και η Μιανμάρ. Η αδυναμία του Πεκίνου, όμως, να αναστείλει την εξομάλυνση των σχέσεων Ινδίας - Πακιστάν και να εμπλακεί πιο άμεσα στον κυκεώνα της πακιστανικής πολιτικής σκηνής, εμποδίζει τη στενότερη διασύνδεση. Η Μιανμάρ, από τη μεριά της, απομακρύνεται αυτοβούλως από την Κίνα, πραγματοποιώντας αποφασιστικά διεθνή ανοίγματα, σε αναζήτηση νέων εταίρων.
Η Κίνα ασκεί μεγάλη οικονομική (Σουδάν, Ανγκόλα και Κονγκό) και πολιτική επιρροή (Ιράν, Συρία και Βενεζουέλα) και σε άλλα κράτη. Τα πρώτα, βέβαια, είναι υπερβολικά διεφθαρμένα για τις επιλογές των δυτικών κρατών, ενώ οι εχθρικές σχέσεις που διατηρούν τα δεύτερα με τις ΗΠΑ καθιστούν προβληματικές τις διμερείς επαφές.
Αν και η Ρωσία βρίσκεται σε αναζήτηση πλούσιου πελάτη για τους φυσικούς της πόρους, ο οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός με την Κίνα στα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ εμποδίζει κάθε προσπάθεια προσέγγισης.
Τη στιγμή που η κινεζική ηγεσία εγκαινιάζει ευρύ πρόγραμμα μεταρρύθμισης σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στα σημερινά επίπεδα, η εμπορική εξάρτηση από κράτη-ταραξίες μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Οι κινεζικές φιλοδοξίες για ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με αναδυόμενες διεθνείς δυνάμεις, όπως η Βραζιλία, η Σαουδική Αραβία και η Ινδονησία, δεν θα καρποφορήσουν, καθώς τα κράτη αυτά έχουν κάθε συμφέρον να περιορίσουν την εξάρτησή τους από κάθε μεγάλη δύναμη. Ακόμη και χώρες στη γεωγραφική ζώνη επιρροής του Πεκίνου, όπως η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, θα συνεχίσουν να ελπίζουν σε ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής στην Ασία και στον Ειρηνικό, ως αντίβαρο στην κινεζική ισχύ. Οι κουρασμένοι από μία δεκαετία πολέμου κατά της τρομοκρατίας Αμερικανοί και οι διστακτικοί ηγέτες τους εμφανίζονται αδιάφοροι για τις διεθνείς ευθύνες τους, δημιουργώντας κενό εξουσίας στη διεθνή σκηνή. Ευτυχώς, όμως, ούτε η Κίνα ούτε κάποια άλλη παγκόσμια δύναμη δεν μοιάζει έτοιμη, ή πρόθυμη, να αναλάβει τον ρόλο αυτό.

* Ο κ. Ian Bremmer είναι πρόεδρος του ινστιτούτου Eurasia Group.

(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ.  H KAΘHMEPINH , 08-12-2013)