του Simon Johnson/ The Project Syndicate
Η πρόσφατη κρίση δυσλειτουργίας της πολιτικής στην Αμερική και η κρίση στην ευρωζώνη θα έπρεπε να αποτελέσουν μία χρυσή ευκαιρία για την Κίνα. Βέβαια, τα δεινά των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης είναι πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές της Κίνας. Αλλά μακροπρόθεσμα, η Κίνα θέλει να επαναπροσανατολίσει την οικονομία της στην εσωτερική κατανάλωση. Με την πτέρυγα του Κόμματος του Τσαγιού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να διώχνει τους επενδυτές από το δολάριο, το ενδιαφέρον για τη δυνατότητα του ρενμινμπί να γίνει το επόμενο αποθεματικό νόμισμα αυξάνεται. Αυτό θα βοηθήσει την Κίνα να προσελκύσει περισσότερους επενδυτές.
Ωστόσο, παρά τη μοναδική της Ιστορία και τα σημερινά πλεονεκτήματα που απολαμβάνει, η Κίνα έχει μία αδυναμία, η οποία είναι αρκετά παρόμοια με αυτή που προκάλεσε τόσα προβλήματα σε ΗΠΑ και Ευρώπη: οι μεγάλες τράπεζες έχουν κίνητρο να μην είναι προσεκτικές. Οι τελευταίες κινήσεις της Κίνας, δείχνουν ότι ενώ τώρα μπορεί να απολαμβάνει κάποια χρόνια ευημερίας, η παρότρυνση προς τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα να γίνουν παγκόσμιας εμβέλειας θα οδηγήσει σε προβλήματα. Η βρετανική κυβέρνηση, ενώ χωρίς αμφιβολία προσπαθεί να εμφανιστεί φιλόξενη προς τους ξένους επενδυτές στρώνοντας το κόκκινο χαλί, βοηθάει παράλληλα στο να τοποθετηθεί η παγίδα για τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα - και την ευρύτερη κινεζική οικονομία.
Βοηθώντας την Κίνα να δημιουργήσει παγκόσμιας εμβέλειας χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με χαλαρούς κανόνες, η Βρετανία δεν ενθαρρύνει απλά την επιπόλαιη συμπεριφορά - μπορεί να οδηγήσει μία ολόκληρη οικονομία σε αντιπαραγωγικές, ίσως και αυτοκαταστροφικές, δραστηριότητες. Η Κίνα έχει διατηρήσει τον έλεγχο των μεγαλύτερων τραπεζών της. Η πιστωτική πολιτική της έχει βοηθήσει την οικονομία κατά καιρούς, ενώ ο τραπεζικός τομέας έγινε το εργαλείο της οικονομικής πολιτικής που διασφάλιζε την αύξηση του ΑΕΠ, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και διατηρούσε τον πληθωρισμό σε ανεκτά επίπεδα. Αλλά η κινεζική ηγεσία πιστεύει ότι μία πρώτης κλάσης χώρα χρειάζεται ένα σημαντικό τραπεζικό σύστημα που είναι ενεργό σε διεθνές επίπεδο.
Δεν υπάρχει κάτι κακό σε αυτή τη φιλοδοξία, φτάνει να τη διαχειριστούν με μεγάλη προσοχή. Δυστυχώς, τώρα καθίσταται εμφανές ότι η Κίνα δεν έμαθε τίποτα από την πρόσφατη οικονομική κρίση. Στους τραπεζίτες δεν αρέσουν οι κανόνες. Στην Ισλανδία, την Ελβετία και τη Βρετανία όλοι έμαθαν με άσχημο τρόπο ότι το όταν επιτρέπεται στις τράπεζες να γίνουν πιο μεγάλες σε σχέση με τις οικονομίες τους είναι επικίνδυνο. Οι διασώσεις γίνονται πιο ακριβές και - όπως στην περίπτωση της Ισλανδίας - μπορεί να γίνουν και μη προσιτές. Ακόμη και όταν, όπως στην περίπτωση της Βρετανίας, το κόστος των απωλειών δεν είναι τελείως καταστροφικό, η άμεση ζημιά στην εσωτερική πίστωση και στην ευρύτερη εμπιστοσύνη μπορεί να κρατήσει πίσω την οικονομία για μισή δεκαετία ή περισσότερο. Η Κίνα θέλει να διευρύνει τη διεθνή παρουσία των τραπεζών της. Και οι Βρετανοί καλωσορίζουν το άνοιγμα των δραστηριοτήτων τους στο Λονδίνο - προσφέροντας στις κινεζικές τράπεζες τη δυνατότητα να λειτουργούν σαν παραρτήματα (υπόκεινται στις κινεζικές ρυθμιστικές Αρχές) και όχι σαν θυγατρικές (βρετανικές ρυθμιστικές Αρχές). Οι κινεζικές Αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν την πολιτική τους. Η Κίνα είναι σαν τη Σταχτοπούτα - τελικά της επιτρέπεται να πάει στον χορό και της δίνεται η ευκαιρία να γίνει σημαντικός παίκτης. Αλλά τα μεσάνυχτα μπορεί να έρθουν πολύ γρήγορα και οι οικονομικές κρίσεις δεν έχουν ευχάριστο τέλος.
* Ο κ. Simon Johnson διδάσκει πολιτική οικονομία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο τηςε Μασαχουσέτης (MIT) και είναι πρώην αναλυτής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στο tovima.gr, 07/11/2013)