Η Γιουνγκ Τσανγκ, η κινέζα συγγραφέας του παγκόσμιου μπεστ σέλερ «Αγριόκυκνοι» που κυκλοφορεί μεταφρασμένο σε 28 γλώσσες, έρχεται στην Ελλάδα για την παρουσίαση του βιβλίου της.
της Μαίρης Παπαγιαννίδου
Πριν από 20 χρόνια, η Γιουνγκ Τσανγκ ήταν το πρώτο άτομο που έφευγε από την κινεζική επαρχία του Σετσουάν για τη Δύση. Πριν από 10 χρόνια άρχισε να γράφει την ιστορία της οικογένειάς της. Τώρα είναι η αναγνωρισμένη συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Αγριόκυκνοι» και της επικείμενης βιογραφίας τού Μάο, η οποία θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Random House. Είχε μόλις γυρίσει στο Λονδίνο από ένα ακόμη ταξίδι στην Κίνα, όταν τη βρήκαμε στο τηλέφωνο, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα ετοίμαζε πάλι τις βαλίτσες της για την Αθήνα.
Το βιβλίο σας πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Κίνα κυκλοφορεί;
«Οχι, στην Κίνα είναι απαγορευμένο. Εγώ μπορώ να επισκέπτομαι την Κίνα τώρα πια άλλωστε μόλις επέστρεψα από εκεί , αλλά η κυκλοφορία του βιβλίου μου απαγορεύεται».
Δεν είστε διάσημη στην πατρίδα σας; Δεν γνωρίζουν εκεί ότι είστε γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο;
«Οι περισσότεροι Κινέζοι δεν ξέρουν τίποτε για μένα. Εφόσον η κυβέρνηση απαγόρευσε το βιβλίο μου, απαγορεύθηκε συγχρόνως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δημοσιεύουν συνεντεύξεις μου ή να γράφουν οτιδήποτε για το βιβλίο. Από τη στιγμή που δεν μπορεί να γραφεί ή να ειπωθεί τίποτε, ο κόσμος δεν το γνωρίζει. Μόνο όσοι έχουν επαφές με κόσμο στο εξωτερικό μπορεί να γνωρίζουν κάτι για τους Αγριόκυκνους, αλλά οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα».
Οταν γράφατε το βιβλίο, η επιθυμία σας ήταν να πείτε το χρονικό της οικογένειάς σας ή να αποκαλύψετε την πρόσφατη σκοτεινή ιστορία της Κίνας στη Δύση;
«Ο βασικός ιστός είναι η ιστορία της οικογένειάς μου, η ιστορία της γιαγιάς, της μητέρας μου και η δική μου, αλλά διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα το τεράστιο μωσαϊκό της κινεζικής ιστορίας. Συνειδητά αναζητούσα τους συνδέσμους, τον τρόπο με τον οποίο η δική μας ιστορία διαπλεκόταν με τα γεγονότα που διαμόρφωσαν αυτό το μωσαϊκό, την Κίνα του 20ού αιώνα».
Οι τρεις γενεές γυναικών στο βιβλίο σας δεν είχαν διαφορετικά όνειρα απ' ό,τι οι αντίστοιχες γενεές στη Δύση. Πιστεύετε ότι υπάρχουν στον δυτικό κόσμο κάποια στερεότυπα που αδικούν τους Κινέζους;
«Αν υπάρχουν, οφείλονται σε παρεξηγήσεις. Νομίζω ότι η ανθρώπινη φύση είναι παντού η ίδια, οι άνθρωποι έχουν τα ίδια αισθήματα, τις ίδιες αντιδράσεις παντού. Βέβαια, η ιστορία στην Κίνα πήρε διαφορετική τροπή απ' ό,τι στη Δύση και έτσι οι αντιδράσεις των ανθρώπων ήταν αναγκαστικά διαφορετικές. Νομίζω ότι όσοι διαβάσουν τους Αγριόκυκνους μπορούν να ταυτιστούν με τους ανθρώπους της Κίνας, με άλλα λόγια μπορούν να φανταστούν ότι αν ζούσαν, αν είχαν ζήσει στην Κίνα κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα αντιδρούσαν ίσως με τον ίδιο τρόπο».
Εχετε λεπτομερείς περιγραφές τοπίων και ανθρώπινων χαρακτήρων. Η γραφή σας χαρακτηρίστηκε ντικενσιανή. Είχατε διαβάσει Ντίκενς;
«Ναι, όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο στην Κίνα, όπου σπούδασα αγγλικά έτσι γενικά, αγγλικά. Διδασκόμασταν μάλιστα λογοτεχνία μόνο ως τη βικτωριανή εποχή. Επειτα από αυτήν, η σύγχρονη δυτική λογοτεχνία ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, απρόσιτη. Ετσι διάβασα κυρίως βικτωριανή λογοτεχνία και προφανώς επηρεάστηκα από αυτούς τους συγγραφείς».
Ησασταν η πρώτη φοιτήτρια από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας που ήρθε σε δυτικό πανεπιστήμιο με υποτροφία, το 1978. Πώς έγινε αυτό;
«Με την επικράτηση του κομμουνισμού το 1949, η Κίνα σφράγισε τα σύνορά της και απομονώθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο. Ελάχιστοι Κινέζοι είχαν άδεια να βγουν έξω από την Κίνα. Ειδικά η περιοχή όπου μεγάλωσα, το Σετσουάν, επειδή έχει πολλές αμυντικές εγκαταστάσεις και εργοστάσια, ήταν εντελώς αποκλεισμένη για τους ξένους. Εγώ δεν είδα ξένο, δεν μίλησα σε ξένο, ως τα 23 μου. Τότε ήταν που μας έστειλαν, ως σπουδαστές της αγγλικής γλώσσας, για να μιλήσουμε με ξένους, σε ένα λιμάνι στα νότια της Κίνας, έξω από το Σετσουάν. Μας έστειλαν στο λιμάνι για να μιλήσουμε με ναύτες και να εξασκήσουμε τα αγγλικά μας, και μάλιστα θυμάμαι ότι είχα συναντήσει εκεί και κάτι έλληνες ναύτες. Ηταν αστείο, γιατί εμείς μπαίναμε στα μπαρ και στα εστιατόρια και περιμέναμε υπομονετικά τους πολύτιμους ναύτες μας επειδή δεν είχαμε πολύ καιρό, μόνο δύο βδομάδες θα διαρκούσε η ευκαιρία μας να μιλήσουμε αγγλικά και τους αρπάζαμε μόλις πατούσαν το πόδι τους στη στεριά, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι είχαν αυτοί στο μυαλό τους, πόσο μακριά ήμασταν από τις δικές τους προσδοκίες για γυναίκες του λιμανιού!».
Δεν βλέπατε ξένους στα βιβλία, στις εφημερίδες; Δεν ξέρατε τους Μπιτλς, τους Ρόλινγκ Στόουνς;
«Οχι, απολύτως τίποτε. Μόνο φωτογραφίες ξένων έβλεπα καμιά φορά στις κινεζικές εφημερίδες. Το είδος της αποστέρησης πληροφοριών στην Κίνα, μπορώ να πω, δεν έχει όμοιό του σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός ίσως από τη Βόρεια Κορέα ακόμη σήμερα. Πολύ δύσκολα θα βρει κάποιος άλλο έθνος που να έχει τέτοιου είδους αποστέρηση πληροφοριών, τέτοιου είδους έλεγχο πληροφοριών. Οταν πήγα στην Αγγλία, το 1978, ήμουν το πρώτο πρόσωπο που έβγαινε ποτέ έξω από το Σετσουάν, μια περιοχή 90 εκατομμυρίων ανθρώπων, για να πάει να σπουδάσει στη Δύση».
Θυμάστε τις πρώτες εντυπώσεις σας όταν κατεβήκατε στο αεροδρόμιο του Χίθροου;
«Ηταν σαν να είχα φθάσει σε άλλον πλανήτη. Ολα ήταν τελείως διαφορετικά. Αλλά ένιωσα άνετα από την πρώτη στιγμή, γιατί ήξερα ότι μπορούσα να λύσω τα μαλλιά μου, να απλώσω τα πόδια μου και να ηρεμήσω. Είχαμε φθάσει με γκρουπ, ήμασταν 14, φορούσαμε όλοι τις στολές Μάο, άνδρες - γυναίκες πανομοιότυποι, ήμασταν ήδη τότε ενήλικες, δάσκαλοι σε σχολεία. Εγώ ήμουν 26, η μικρότερη. Είχαμε έρθει για να βελτιώσουμε τα αγγλικά μας. Και, νομίζω, μάς είχαν απαγορεύσει να πάμε σε "παμπ", γιατί στα κινεζικά το παμπ σημαίνει μέρος ανήθικο, με γυμνές γυναίκες και τέτοια πράγματα, οπότε εμένα με έτρωγε η περιέργεια και μια ημέρα το 'σκασα και περπάτησα ως ένα παμπ, έσπρωξα την πόρτα και έριξα μια ματιά μέσα, οπότε απογοητεύτηκα τελείως. Δεν υπήρχε τίποτε τέτοιο, μόνο κάτι γέροι που κάθονταν εκεί κι έπιναν μπίρες!».
Είναι αρκετά χρόνια τώρα που γράφετε τη βιογραφία του Μάο. Πότε υπολογίζετε να εκδοθεί;
«Πέντε χρόνια εργαζόμαστε, μαζί με τον σύζυγό μου, τον ιστορικό Τζον Χάλιντεϊ, για τη βιογραφία αυτή και θα θέλαμε να εκδοθεί το 2000, με το τέλος αυτού του αιώνα και την αυγή του επόμενου. Δεν είναι η πρώτη βιογραφία τού Μάο, αλλά θα είναι τελείως διαφορετική. Θα έχει εντελώς πρωτότυπο υλικό και μόνο πληροφορίες από πρώτο χέρι. Εχουμε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και στην Κίνα, και είχαμε συνομιλίες με πολλούς κυβερνητικούς αρχηγούς, με όσους είχαν στο παρελθόν έρθει σε επαφή με τον Μάο, στην Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ασία. Ειδικά στην Κίνα, όπου ερχόμαστε κάθε χρόνο για να μιλήσουμε με κόσμο και να συλλέξουμε υλικό, και όπου ο σύζυγός μου εργάζεται συστηματικά στα ρωσικά αρχεία, έχουμε τελειώσει πια την έρευνά μας. Βρισκόμαστε στο μέσον της συγγραφής».
Είχατε προνομιακή πρόσβαση σε αρχεία;
«Η κινεζική κυβέρνηση δεν με βοήθησε καθόλου. Αντίθετα, θα έλεγα ότι προσπάθησε να θέσει εμπόδια στον δρόμο μου, αλλά κανένα από τα εμπόδια αυτά δεν ήταν απροσπέραστο. Με βοήθησε ο απλός κόσμος ακριβώς επειδή έβλεπαν ότι οι άλλοι επιχειρούσαν να ορθώσουν εμπόδια, και επειδή καταλάβαιναν ότι αυτό που ετοιμάζω εγώ δεν θα είναι κάτι "επίσημο", δεν θα είναι η συνήθης αγιογραφία, αλλά μια πραγματική βιογραφία».
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη κινεζική λογοτεχνία;
Κατ' αρχάς, υπάρχουν σήμερα συνθήκες πολύ μεγαλύτερης ελευθερίας από τον καιρό που ήμουν εγώ στην Κίνα. Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα γίνω συγγραφέας, παρ' ότι πάντοτε το ήθελα, γιατί οι συγγραφείς βρίσκονταν υπό απηνή διωγμό, κάποιους τούς αποκήρυσσαν δημοσίως, άλλους τους έστελναν σε στρατόπεδα εργασίας, ορισμένους τους εκτελούσαν κιόλας. Τώρα, μετά τον θάνατο του Μάο, μετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, στη σύγχρονη Κίνα τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Ο κόσμος μπορεί να γράψει για τα περισσότερα θέματα, εκτός φυσικά από το θέμα της κομμουνιστικής αρχής. Εκτός από αυτή την περιοχή-ταμπού, ο κόσμος μπορεί να εκφραστεί, μέχρι ενός σημείου βέβαια. Πρόκειται για τεράστια πρόοδο σε σχέση με το παρελθόν. Φυσικά, υπάρχει ακόμη έλεγχος της γραφής, αυστηρότατος έλεγχος μάλιστα. Ο κόσμος εκεί δεν απολαμβάνει την ελευθερία της δημιουργικότητας που υπάρχει στη Δύση».
Υπάρχει η εντύπωση ότι σήμερα μόνο εκτός Κίνας γράφεται κινεζική λογοτεχνία.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό. Γράφεται πολύ καλή λογοτεχνία και στην Κίνα σήμερα, αλλά, όπως είπα, πρέπει να αποφεύγονται τα ευαίσθητα θέματα. Πέρα από τα όρια των ευαίσθητων θεμάτων, μπορείς να γράψεις σχετικά ελεύθερα, και γράφονται καλά λογοτεχνικά έργα σήμερα στην Κίνα».
Τα βιβλία κινέζων συγγραφέων που κυκλοφορούν στη Δύση κατά κανόνα καταγγέλλουν τις αγριότητες της μαοϊκής περιόδου, παρουσιάζουν δε μια ατέλειωτη σειρά από εφιάλτες.
«Αυτό συμβαίνει γιατί το πρόσφατο παρελθόν ήταν βασικό κομμάτι της ζωής αυτών των ανθρώπων, κάτι που τους σημάδεψε πολύ βαθιά, και οι συγγραφείς που βρέθηκαν στη Δύση ήθελαν να εκφράσουν κάπως αυτά που τους βασάνιζαν. Οταν γράφεις για το παρελθόν σου, δεν μπορείς να αποφύγεις να μιλήσεις για τη σχέση σου με την πολιτική, δεν μπορείς να μη μιλήσεις για πολιτική. Γιατί η πολιτική παραβίασε την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και την αξιοπρέπειά τους στο παρελθόν και, ως ένα σημείο, ακόμη τώρα. Οπότε, είναι πολύ δύσκολο να την αφήσεις απέξω. Ολοι οι Κινέζοι, μπορώ να πω, είχαν τραυματική ζωή, οπότε αν γράφεις για τη ζωή σου, δεν μπορείς να μην αναφέρεις τραυματικές εμπειρίες».
Γι' αυτό επαινέθηκε κυρίως το βιβλίο σας, επειδή εσείς αναδεικνύετε και την ευχάριστη πλευρά τής ζωής, όσο τραγικές κι αν είναι οι καταστάσεις. Υπάρχει πάντοτε η χαρούμενη όψη;
«Ναι, και την παρουσιάζω συνειδητά. Πρώτον, γιατί κι εγώ η ίδια έχω ανάγκη από ανακούφιση όταν διαβάζω μια τραγική ιστορία. Κι έπειτα, ακόμη και σ' εκείνα τα φοβερά χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης, δεν έχασα ποτέ την ικανότητα να ανακαλύπτω τις μικρές χαρές της ζωής, να προσέχω τις ευχάριστες όψεις της, όπως ένα ωραίο τοπίο, την ευγένεια των ανθρώπων, τα καλά στοιχεία μέσα τους. Νομίζω ότι υπάρχει μια ιδιότητα, μια ποιότητα στον κάθε άνθρωπο, η οποία τον προστατεύει από την παραφροσύνη, την απελπισία, την πικρία».
* Το βιβλίο της Γιουνγκ Τσανγκ/ Jung Chang (張戎/ 张戎) «Αγριόκυκνοι» / Wild Swans: Three Daughters of China κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
(δημοσιεύθηκε στην εφ. Το Βήμα 20/09/1998)