Ο Λου Ξουν (1881-1936) είναι ο συγγραφέας του βιβλίου "Το ημερολόγιο ενός τρελού", ιστορικού πια κειμένου για τη σύγχρονη κινεζική λογοτεχνία, που επιτέθηκε σκληρά στους θεσμούς και στις προκαταλήψεις της παλιάς Κίνας, αλλά και στην εθνικιστική κενοδοξία και υποτιθέμενη ηθική υπεροχή. Ο Μάο δίκαια τον χαρακτήρισε "σοφό της σύγχρονης Κίνας" (όπως ο Κομφούκιος ήταν ο σοφός της φεουδαρχικής εποχής).
Σήμερα, σε μια Κίνα που παραμελεί το δρόμο της γνώσης, ακολουθεί τα ευρωπαϊκά- αμερικανικά- γιαπωνέζικα πρότυπα οικονομικού ανταγωνισμού και αγνοεί τον πολιτισμό και τη μακρινή και πρόσφατη ιστορία της, παραμελείται και η ανάγνωση και μελέτη των μεγάλων συγγραφέων της, όπως ο Λου Ξουν/ Lu Xun , που θεωρείται ένας από τους πιο άξιους εκπροσώπους της παγκόσμιας δοκιμιογραφίας.
Άπειρες οι επιθέσεις που δέχτηκε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Σήμερα ο ρόλος του δεν αμφισβητείται, αλλά παραμένει η εχθρική αντιμετώπιση ορισμένων λογοτεχνικών κύκλων και κατά καιρούς έρχεται στην επιφάνεια.
Το επαναστατικό "Ημερολόγιο ενός τρελού", άλλαξε την κινεζική λογοτεχνία όχι μόνο χάρη στις απόψεις που διατύπωνε, αλλά και γιατί τόλμησε να το γράψει στη γλώσσα του λαού, στην καθομιλουμένη. Μέσα από το κείμενό του αυτό, ο Λου Ξουν ανατρέπει τα δεδομένα της κινεζικής κοινωνίας και κατηγορεί τον κινεζικό πολιτισμό στο σύνολό του: μιλάει για "τέσσερις χιλιάδες χρόνια κανιβαλισμού". Η έκφραση "ανθρωποφάγοι" χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα με την έννοια που της έδωσε εκείνος. Όσο για την "οδό των βασιλέων"- τη σωστή διακυβέρνηση- δεν είναι κάτι διαφορετικό από την "οδό των τυράννων". Το γεγονός ότι τα λεγόμενά του δεν προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο, αποδεικνύει ότι οι συνθήκες μιας τεράστιας επανάστασης είχαν ήδη ωριμάσει και ο συγγραφέας είπε ουσιαστικά αυτό που όλοι ένιωθαν και σκέφτονταν. Η ιεραρχία είναι το θεμελιακό κοινωνικό δεδομένο: "Στον ουρανό υπάρχουν δέκα ήλιοι, ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν δέκα τάξεις. Οι κατώτεροι υπηρετούν τους ανώτερους, οι ανώτεροι υπακούουν στα αθάνατα πνεύματα. Έτσι, οι πρίγκιπες έχουν υφισταμένους τους δούκες, οι δούκες τους μεγάλους αξιωματούχους, οι μεγάλοι αξιωματούχοι τους ευγενείς, οι ευγενείς τα μεσαία στελέχη, τα μεσαία στελέχη τα στελέχη κατώτερου βαθμού, τα στελέχη κατώτερου βαθμού τους υπαλλήλους, οι υπάλληλοι τους υπηρέτες, οι υπηρέτες τους πιο ταπεινούς δούλους… Όμως για τους ταπεινούς δούλους δεν είναι ιδιαίτερα θλιβερό το γεγονός ότι δεν έχουν υφισταμένους; Καμία ανησυχία! Υπάρχουν, ακόμη πιο χαμηλά, οι γυναίκες και τα παιδιά. Αλλά για τα παιδιά υπάρχει ελπίδα, γιατί θα μεγαλώσουν… Ο καθένας έχει ό,τι του ανήκει. Αυτός ο πολιτισμός όχι μόνο ενθουσιάζει τους ξένους, αλλά έχει ήδη ενθουσιάσει όλους τους κινέζους, μέχρι σημείου να τους κάνει να χαμογελάσουν".
Ο Λου Ξουν ειρωνεύεται τους αγράμματους και υποταγμένους κινέζους, που διεκδικούν μεγάλες νίκες και εθνικές ιδιαιτερότητες. Αντικείμενο όμως της ειρωνείας του είναι και οι δυτικοποιημένοι λογοτέχνες και οι υποστηρικτές της "επαναστατικής λογοτεχνίας". "Επαναστατημένα παιδιά ξεπεσμένων οικογενειών": Ιδιαίτερα τα μέλη του Χουανγκτσάο σε ("Κοινωνία-Δημιουργία"), όπου η παρακμή και ο πολιτικός αγώνας, ο ρομαντισμός και η επανάσταση, ο Νίτσε και ο σουρεαλισμός αναμειγνύονται σε ένα μοναδικό είδος σούπας, που αποτελεί την τροφή της εξεγερμένης μεσαίας τάξης. Αυτοί οι ίδιοι κατηγορούσαν τον Λου Ξουν για τις μικροαστικές του κακές συνήθειες, για την συναισθηματική αδυναμία του και τη συμπεριφορά του, του θεατή από το παράθυρο (ή μάλλον, με το βλέμμα λίγο θολό, από ένα παράθυρο ταβέρνας). Είναι καθήκον των διανοουμένων να αποφεύγουν τη δημαγωγία και να βοηθούν το λαό να απελευθερωθεί από την άγνοια και τις προκαταλήψεις, που οφείλονται στην πολιτιστική κατωτερότητα που τους επιβάλλουν οι άρχουσες τάξεις. "Οι διανοούμενοι" σημείωνε "συχνά πιστεύουν ότι κάποιες εκφράσεις σχετικά καινούριες και δύσκολες μπορούν να τις καταλάβουν οι ίδιοι, αλλά όχι οι μάζες κι ότι γι" αυτό καλό θα είναι να τις ξεφορτωθούν: γι" αυτούς, όσο πιο άξεστοι είμαστε στην ομιλία και στη συγγραφή, τόσο το καλύτερο… Κι έτσι φθάνουν στο σημείο, για να "προσαρμοστούν" με τις μάζες, να χρησιμοποιούν χωρίς κριτήριο χυδαίες εκφράσεις για να αποκτήσουν την έγκρισή τους…"
Ακόμη και η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω μιας κοινής γλώσσας, θα μείνει ένα στείρο προνόμιο του λογοτέχνη, μέχρις ότου επεκταθεί σε όλους: γι" αυτό όμως, είναι απαραίτητη η πολιτική επανάσταση. Αλλά από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Δημοκρατίας ο Λου Ξουν αντιλαμβάνεται ότι και η πολιτική είναι ανεπαρκής και η λογοτεχνία δεν αρκεί σαν επαναστατικό εργαλείο. Ούτε αρκούν "τα φώτα" που είναι σε θέση να μεταδώσει ο λογοτέχνης. Ο Λου Ξουν είναι ένας από τους συγγραφείς που είδαν ξεκάθαρα αυτήν την τραγική οπτική του εικοστού αιώνα και γι" αυτό το λόγο έσβησαν και κορόιδεψαν τα ίδια τους τα λόγια.
Από το 1927 μέχρι το θάνατό του ζει και εργάζεται στη Σαγκάη. Συμμετέχει μάλιστα στην ίδρυση της Ένωσης αριστερών συγγραφέων. Η επανάσταση αρχίζει, μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος στην ύπαιθρο και ο αγώνας μέσα από την παρανομία στις πόλεις. Ο Λου Ξουν γνωρίζει ότι το λογοτεχνικό θέμα είναι μια αλληγορία. Αλληγορίες είναι και το επάγγελμα του συγγραφέα και οι οργανώσεις των συγγραφέων. Οι νέοι "αριστεροί συγγραφείς" είναι στην πραγματικότητα κομμουνιστές αγωνιστές, που ασχολούνται περισσότερο με την παράνομη πολιτική δράση απ" ότι με τη λογοτεχνική δραστηριότητα. Σκοτώνονται πριν προλάβουν να φθάσουν την ηλικία της συγγραφικής ωριμότητας. Η Ένωση είναι ένα μέσο του κομμουνιστικού κόμματος για να οργανώσει όχι τόσο τους συγγραφείς, όσο τον πολιτικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια των καταστολών του Γκουομιτάνγκ στα 1930-31 καταζητείται από την αστυνομία και υποχρεώνεται να φύγει με την οικογένειά του και να κρυφτεί.
Με την ιαπωνική εισβολή και την αντίσταση, ο εμφύλιος πόλεμος τυπικά παύει, το εθνικό κόμμα και το κομμουνιστικό κόμμα προχωρούν το 1936 στην ίδρυση του κοινού μετώπου- σύμφωνα με τις οδηγίες, τόσο στην Κίνα όσο και στην Ευρώπη, της κομμουνιστικής Διεθνούς.
Σ" εκείνη την περίοδο, υπάρχει μια φαινομενική έξοδος των κομμουνιστών από το σεχταρισμό, ένα άνοιγμα προς όλα τα ρεύματα στη λογοτεχνία. Ο ταξικός αγώνας έπρεπε να εξαιρείται από τα λογοτεχνικά θέματα, για να τεθεί στο κέντρο η αντίθεση στο φασισμό και η εθνική άμυνα. Πολλοί κομμουνιστές συγγραφείς διαμαρτύρονται (πρώτος ο Μπέρτολντ Μπρεχτ στο πρώτο διεθνές συνέδριο των συγγραφέων, στο Παρίσι στα 1935). Την ίδια εποχή ο Ξου Λουν, σχεδόν ετοιμοθάνατος, επεμβαίνει σ" αυτή που ονομάστηκε "η μάχη των συνθημάτων". Όσο η συμμαχία είναι πλατιά και ανοιχτή- ισχυρίζεται- κάθε πλευρά πρέπει να διατηρήσει την ταυτότητά της. Κατ" αυτόν τον τρόπο, οι στόχοι και τα περιεχόμενα των κομμουνιστών δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στο θέμα της "εθνικής άμυνας". Η "λογοτεχνία της εθνικής άμυνας" ανοίγει την πόρτα στον πατριωτισμό- εθνικισμό. Δέχεται την ύπαρξη ενός μετώπου που βασίζεται πάνω στη συμμαχία διαφορετικών τάξεων και ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις, σε θέματα που εκφράζουν κοινά συμφέροντα, μερικά και προσωρινά, ενάντια στον κοινό εχθρό. Η "λογοτεχνία της εθνικής άμυνας", δηλαδή το ενωμένο χωρίς διακρίσεις μέτωπο, θα αντιστοιχούσε με την πρόταση να αγωνιστούμε για τα συμφέροντα του ταξικού εχθρού (όχι αντίθετα αλλά ανταγωνιστικά προς τον ιμπεριαλιστή επιτιθέμενο). Ο Λου Ξουν όμως προχωράει πιο πέρα. Ισχυρίζεται ότι ο κάθε συγγραφέας μπορεί να συμμετάσχει στην κοινή αντίσταση ενάντια στον εχθρό, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε λογοτεχνική μορφή και οποιοδήποτε θέμα.
Ο συγγραφέας γίνεται κρασί με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης.
Το 2001, ο Τσου Λινγκφέϊ, εγγονός του συγγραφέα και ιδρυτής μιας οινοπαραγωγικής βιομηχανίας, έκανε αίτηση στο υπουργείο βιομηχανίας και εμπορίου, να του επιτραπεί η χρήση του ονόματος του παππού του για την καταχώρηση ενός κρασιού. Η απάντηση ήταν αρνητική "γιατί δεν θα ήταν σωστό να χρησιμοποιηθεί το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης Κίνας, για εμπορικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Τσου Λινγκφέϊ όμως, τον τελευταίο καιρό το κλίμα έχει αλλάξει και είναι πολύ πιθανό να δοθεί σύντομα η άδεια γιατί κάτι τέτοιο "θα χάριζε μεγαλύτερη λάμψη στο όνομα του συγγραφέα".
Ποια θα ήταν άραγε η γνώμη του ίδιου του Λου Ξουν;
(Απόδοση από το "Μανιφέστο" Τόνια Τσίτσοβιτς. Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή 23/1/2005)