Αν και ο Στάλιν ήταν αντίθετος στην κομμουνιστική επανάσταση στην Κίνα, υπέγραψε τελικά συνθήκη φιλίας με τον Μάο

του Μανολη Kουμα*

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1962, σε ομιλία του ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Μάο Τσε-τουνγκ, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, υπογραμμίζοντας ανάμεσα στα άλλα: «Το 1945 οι Σοβιετικοί δεν μας άφησαν να κάνουμε επανάσταση.
Ο Στάλιν πίστευε ότι έπρεπε να αποφύγουμε τον εμφύλιο πόλεμο και να συνεργαστούμε με τον Τσανγκ Κάι-σεκ· σε αντίθετη περίπτωση, προειδοποιούσε, το κινεζικό έθνος θα αφανιζόταν. Αλλά εμείς δεν υπακούσαμε. Και η επανάσταση ήταν νικηφόρος...».
Οπωσδήποτε, η επιθετική αυτή ρητορεία εναντίον του Κρεμλίνου δεν θα πρέπει να εκπλήσσει. Από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του 1950, οι σινο-σοβιετικές σχέσεις είχαν σημαντικά διαταραχτεί, διαψεύδοντας όσους πίστευαν στη μονολιθικότητα του κομμουνιστικού συστήματος. Η αναφορά, όμως, του Μάο στην απροθυμία του Στάλιν να συναινέσει στην επέκταση της κομμουνιστικής επανάστασης στην Ασία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα του Σοβιετικού ηγέτη: θεωρούσε, πράγματι, ο Στάλιν επικίνδυνη για τα σοβιετικά συμφέροντα στην περιοχή την ένθερμη υποστήριξη των επαναστατικών επιδιώξεων των Κινέζων συντρόφων του; Μήπως η μομφή του Μάο, εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και θα έπρεπε να αποδοθεί στη δυσαρέσκειά του για την πρόσφατη, τότε, ρήξη του Πεκίνου με τη Μόσχα; Ποιοι ήταν, σε τελική ανάλυση, οι στόχοι του Στάλιν στην Απω Ανατολή μετά το 1945;

Η Μόσχα αντιδρά στα σχέδια του Μάο
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν είχε θέσει ως μείζονα προτεραιότητα της πολιτικής του την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στην Απω Ανατολή και την αποκατάσταση των προνομίων που απολάμβανε η τσαρική Ρωσία στην περιοχή έως τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904–1905: ανάκτηση της Νότιας Σαχαλίνης και των Κουρίλων Νήσων από την Ιαπωνία· υπαγωγή των κινεζικών λιμένων του Νταϊρέν και του Πορτ Αρθουρ υπό σοβιετικό έλεγχο· και εκμετάλλευση του σιδηροδρομικού δικτύου της Μαντζουρίας, εύπορης επαρχίας της βορειοανατολικής Κίνας, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 τελούσε υπό ιαπωνική κατοχή. Τον Φεβρουάριο του 1945, στο πλαίσιο της διάσκεψης της Γιάλτας, ο Αμερικανός πρόεδρος, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, αποδέχτηκε τα σοβιετικά αιτήματα. Σε αντάλλαγμα, ο Στάλιν δεσμεύτηκε να κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία μετά τη συνθηκολόγηση του Βερολίνου. Εως τότε, οι σχέσεις της Μόσχας με το Τόκιο θα καθορίζονταν αυστηρά από το σύμφωνο ουδετερότητας που οι δύο χώρες είχαν υπογράψει στις 13 Απριλίου 1941.
Τις σοβιετικές αξιώσεις στην ανατολική Ασία αποδέχτηκε και ο Τσανγκ Κάι–Σεκ, ηγέτης του εθνικιστικού κινεζικού κόμματος του Κουομιτάνγκ, που από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 κατείχε την εξουσία στην Κίνα. Αν και κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε καταφέρει να ελέγξει εκτεταμένες περιοχές, οι Σύμμαχοι (συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ενωσης) εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν το Κουομιτάνγκ ως την επίσημη κυβέρνηση της ασιατικής χώρας. Ετσι, στις 14 Αυγούστου 1945, λίγες μόλις ημέρες μετά την είσοδο της Σοβιετικής Ενωσης στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας, η Μόσχα και το Πεκίνο υπέγραψαν συνθήκη «φιλίας και συμμαχίας», με την οποία ικανοποιείτο το σύνολο των σοβιετικών διεκδικήσεων. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε σημαντικά τη σοβιετική ασφάλεια στην Απω Ανατολή, περιοχή στην οποία το Κρεμλίνο ανέμενε αυξημένη αμερικανική παρουσία, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη διαφαινόμενη συρρίκνωση της ιαπωνικής ισχύος.

Πιέσεις για συνεννόηση
Η συμμαχία με το Κουομιτάνγκ και η εξασφάλιση σημαντικών στρατηγικών ερεισμάτων στην Κίνα καθιστούσε ελάχιστα ελκυστική την προοπτική κομμουνιστικής επανάστασης στην πολυπληθέστερη χώρα της ασιατικής ηπείρου. Θεωρώντας, επιπλέον, ότι οι ΗΠΑ θα αντιδρούσαν δυναμικά σε κάθε απόπειρα των Κινέζων κομμουνιστών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το σύνολο της χώρας, το Κρεμλίνο απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε πρόταση για άμεση στρατιωτική ενίσχυση των δυνάμεων του Μάο. Ούτως ή άλλως, ο Στάλιν πίστευε ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Κίνα δεν ευνοούσαν την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος. Την άποψη αυτή ενίσχυε η απόφαση των Κινέζων κομμουνιστών να διασφαλίσουν, σε πρώτη φάση, τον έλεγχο των αγροτικών περιοχών και κατόπιν να επιχειρήσουν την κατάληψη των πόλεων – μια πρακτική, δηλαδή, αντίστροφη από εκείνη που υπαγόρευε η μαρξιστική θεωρία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Στάλιν ζήτησε επανειλημμένως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα να αποφύγει την εμφύλια σύγκρουση και να συνεργαστεί με το Κουομιτάνγκ. Η αναζωπύρωση του κινεζικού εμφυλίου, το 1946–1947, δεν οδήγησε και σε μεταστροφή της στάσης του Σοβιετικού ηγέτη, που εξακολουθούσε να πιέζει προς την κατεύθυνση της συνεννόησης του Μάο με τον Τσανγκ Κάι–Σεκ. Ακόμα και στις αρχές του 1949, όταν ο Μάο προετοίμαζε την τελική επίθεσή του εναντίον των εθνικιστών, ο Στάλιν προσπάθησε να αποτρέψει μια ολοκληρωτική επικράτηση των Κινέζων συντρόφων του. Βέβαιος ότι μια ενιαία και ισχυρή Κίνα, ακόμα και υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ανταγωνιστική της Σοβιετικής Ενωσης δύναμη, ο Στάλιν φέρεται να εξέτασε την προοπτική δημιουργίας δύο κρατικών οντοτήτων στην ασιατική χώρα με σύνορο τον ποταμό Γιανγκτσέ. Η τελική επικράτηση, όμως, των κομμουνιστών στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και η ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, την 1η Οκτωβρίου 1949, ανάγκασαν τον Στάλιν να μεταβάλει την πολιτική του και να επιδιώξει σταθερά την ουσιαστική προσέγγιση με τη νέα ηγεσία του Πεκίνου.

Κερδισμένοι και χαμένοι της συνθήκης φιλίας
Κορυφαία στιγμή της προσέγγισης των δύο κομμουνιστικών κρατών απετέλεσε η σινο-σοβιετική συνθήκη «φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας», που υπεγράφη στις 14 Φεβρουαρίου 1950. Η Μόσχα αποκτούσε έναν ισχυρό σύμμαχο στην ανατολική Ασία, «δικαιώνοντας» όσους πίστευαν ότι η Σοβιετική Ενωση ήταν μια δομικά επεκτατική δύναμη που αποσκοπούσε στην παγκόσμια επανάσταση. Στον αντίποδα, το γόητρο της Ουάσιγκτον δέχτηκε ηχηρό χτύπημα, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος, Χάρι Τρούμαν, κατηγορήθηκε επειδή δήθεν δεν είχε παρέμβει αποφασιστικά για να αποτρέψει την υπαγωγή της Κίνας υπό κομμουνιστικό καθεστώς.
Το τίμημα, όμως, το οποίο εκλήθη να πληρώσει η Μόσχα για τη συμμαχία με το Πεκίνο δεν ήταν αμελητέο: προκειμένου να καταδείξει εμπράκτως τη στήριξή του στο νέο καθεστώς, το Κρεμλίνο δέχτηκε, έστω και απρόθυμα, το κινεζικό αίτημα και παραιτήθηκε των προνομίων που, βάσει της συνθήκης του 1945, απολάμβανε στην Κίνα. Ετσι, ο έλεγχος του Νταϊρέν, του Πορτ Αρθουρ και του σιδηροδρομικού δικτύου της Μαντζουρίας πέρασε και πάλι υπό κινεζικό έλεγχο με αποτέλεσμα η Σοβιετική Ενωση να στερηθεί τη μοναδική έξοδό της στις θερμές θάλασσες του Ειρηνικού – μια απώλεια με σημαντικές προεκτάσεις για τη σοβιετική ασφάλεια στην Απω Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική ανάδειξη της κομμουνιστικής Κίνας και η συμμαχία της με το Κρεμλίνο απειλούσε να μεταβάλει καίρια τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος υπέρ του ανατολικού συνασπισμού. Ακόμα, όμως, και μετά τη σύναψη της σινοσοβιετικής συνθήκης, ο Στάλιν εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τους Κινέζους κομμουνιστές ως εκπροσώπους μιας «επαναστατικής–δημοκρατικής» και όχι «κομμουνιστικής κυβέρνησης». Αν ήταν πραγματικοί κομμουνιστές, υποστήριζε, δεν θα παρέμεναν για πολύ καιρό στην ηγεσία μιας χώρας με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, όπως ήταν η Κίνα. Εξηντα δύο χρόνια μετά την υπογραφή της σινο-σοβιετικής συμμαχίας, η Κίνα παραμένει Λαϊκή Δημοκρατία· η Σοβιετική Ενωση, όμως, διαλύθηκε το 1991...

* Ο κ. Μανόλης Κούμας διδάσκει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

(Δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH  21-10-12)