του Γιώργου Βέη
«Οι Κινέζοι φιλόσοφοι ήταν όλοι τους Σωκράτης, σε διαφορετικούς βαθμούς», Kin (Yue-Lin) στο Fong (Yeou-Lan)
ΛΑΟ ΤΣΕ, Τάο Τε Τσινγκ, εισαγωγή, απόδοση: Μαίρη Μεταξά-Παξινού, Δημήτρης Χουλιαράκης, δίγλωσση έκδοση, Μελάνι, σελ. 181
μνήμη Γιώργου Καραβασίλη
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ιερού βιβλίου του Τάο και της Αληθινής Αρετής, ό,τι δηλαδή πάει να πει Τάο Τε Τσινγκ, ανήκουν στους διασημότερους της διεθνούς Γραμματολογίας. Συμπυκνώνουν, ως γνωστόν, ένα αρχαιότατο πιστεύω διαφόρων σαμάνων, οι οποίοι δοκίμασαν να διερμηνεύσουν μείζονα πνευματικά ζητήματα, όπως φέρ' ειπείν είναι η φυσική ροή του παντός, το μυστήριο της διαλεκτικής συνύπαρξης των αντιθέτων στο Ένα του κόσμου, η επίτευξη της ευτυχίας σε μακροπρόθεσμη βάση, η αμφισημία του θανάτου, η σταδιακή απόσβεση του εγωτισμού και βεβαίως η αφθαρσία της ύλης. Παραθέτω: «Το προαιώνιο Τάο δεν γίνεται να ιστορηθεί./ Ό,τι έχει όνομα δεν είναι παντοτινό./ Ό,τι είναι παντοτινό δεν έχει όνομα./ Μόνο τα πράγματα έχουν όνομα./ Λυτρωμένος απ΄ την επιθυμία/ συναισθάνεσαι το μυστήριο./ Υποταγμένος στην επιθυμία/ βλέπεις μόνο τα φαινόμενα./ Κι ωστόσο, μυστήριο και φαινόμενα/ αναβλύζουν απ' την ίδια πηγή./ Η πηγή αυτή είναι το σκοτάδι./ Σκοτάδι πηχτό κι αδιαπέραστο./ Αν εκεί μέσα μπεις, θα καταλάβεις» (σελ. 19). Το Τάο, που κατά λέξη σημαίνει πρωτίστως Δρόμος, ενδέχεται να αποδοθεί επίσης και ως Πορεία, Αιτία, Αρχή, Απόλυτο, Λόγος, Αρμονία, Θεός, Φύση, Ον, Μέθοδος, Πρωταρχική Ενέργεια (σελ. 13). Το εν λόγω βιβλίο συνιστά δηλαδή συστηματικό γνωσιολογικό εγκόλπιο, όπου οι σαφείς μεταφυσικές αρχές συνάδουν με το εγγενές ρεαλιστικό στοιχείο, το οποίο συνέχει τις δομές σκέψεις των αναστοχαζομένων φορέων του σινικού διαλογισμού.
Αν και αμφισβητείται σφόδρα η ύπαρξη και η ταυτότητα του ίδιου του δημιουργού του, η παρούσα έκδοση συμβαδίζει με την άποψη εκείνη, η οποία πρεσβεύει ότι ο Λάο Τσε, το όνομα του οποίου αντιστοιχεί σε κάτι δικό μας όπως π.χ. «Γεροντόπαιδο» ή «Γέρο-σοφός», υπήρξε σύγχρονος του Κουνγκ Φου Τσε, δηλαδή του Κομφούκιου (551-479 π.Χ.). Προβάλλοντας βεβαίως την πιθανολογούμενη συνάντησή τους, όπως την μνημονεύει ο Κινέζος ιστορικός Σε Μα Σιέν (145-79), οι δύο μεταφραστές αποδίδουν μια πειστική εικόνα ενός λογίου, ο οποίος κάποια κρίσιμη στιγμή αποφάσισε να καταγράψει τις σκέψεις του, κατά τρόπο αφοριστικό-μαντικό. Παραβαίνοντας έτσι πανηγυρικά τον χρυσό κανόνα της ρητής αλλά άγραφης γνώσης, τον οποίο τήρησαν συνειδητά, μεταξύ άλλων, έως το τέλος ο Σωκράτης κι ο Χριστός, ο κάτοχος της προφορικής κοσμοθεωρίας μετατρέπεται σε Κείμενο Φώτισης, το οποίο, σύμφωνα με τον διακεκριμένο Βρετανό μελετητή Joseph Needham, θεωρείται ως «το βαθύτερο και ωραιότερο έργο της κινεζικής λογοτεχνίας». Η χρήση ευκολομνημόνευτων γνωμικών, δήθεν παραδοξολογιών, ήπιων «σοφισμάτων», αλλά και εννοιολογικών ευρημάτων, θυμίζει συχνά τα ιδιώματα άλλων στοχαστών, σε διαχρονική μάλιστα βάση. Ενδεικτικά και για τις ανάγκες των εποπτικών συσχετισμών της στιγμής αναφέρω ιδίως την αποδεικτική στρατηγική του Ζήνωνα του Ελεάτη: «Αν υπάρχει ο τόπος, θα είναι μέσα σε κάτι· γιατί κάθε ον είναι μέσα σε κάτι· και το να είναι μέσα σε κάτι, είναι να είναι και μέσα σε τόπο. Άρα και ο τόπος θα είναι μέσα σε τόπο, και τούτο επ' άπειρον· άρα δεν υπάρχει ο τόπος». Η δε «σκοτεινή» επαγωγική μέθοδο του Χέγκελ, «ο χρόνος είναι το Είναι που, ενώ είναι, δεν είναι, και, ενώ δεν είναι, είναι: το διαισθητό Γίγνεσθαι», δεν θέλει να αποκρύψει την αγχιστεία της με ό,τι θεμελίωσε ο «Γέρο-σοφός».
Δεν είναι άμοιρη σ' ένα βαθμό κι η σαρτρική σκέψη από την ειδικότερη γραμμή Τάο. Επιλέγω τα εξής χαρακτηριστικά: «Όταν μαγεύομαι από ένα τοπίο, ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαι εγώ που το δημιούργησα, ξέρω καλά επίσης ότι χωρίς εμένα δεν θα υπήρχαν καθόλου οι σχέσεις που δημιουργούνται μπρος στα μάτια μου, ανάμεσα στα δέντρα, στα φυλλώματα, στη γη, στο χορτάρι. Ξέρω καλά ότι δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή τη μορφή της τελικότητας που ανακαλύπτω μέσα στο συνταίριασμα των χρωμάτων, στην αρμονία των σχημάτων και στις κινήσεις που προκαλεί ο άνεμος. Εντούτοις υπάρχει παντού, είναι εκεί μπρος στο βλέμμα μου, και τελικά δεν μπορώ να την κάνω να υπάρχει παρά μόνο εάν το είναι της ήδη υπάρχει» (Ζαν-Πολ Σαρτρ, «Γιατί γράφουμε», στο Τι είναι η λογοτεχνία; μετάφραση: Μαρία Αθανασίου, «Εκδόσεις '70», 1971, σελ. 66. (Υπογραμμίζει ο συγγραφέας.)
Εννοείται ότι ο επιμελής αναλυτής θα μπορούσε να ανιχνεύσει και σε αρκετούς νεώτερους συγγραφείς την αειθαλή σινική προοπτική, όπως εμπεριέχεται στο βιβλίο του μυστηριώδους Λάο Τσε. Έστωσαν τα εξής: «Ο ψευτο-κυκλικός χρόνος είναι ο χρόνος της κατανάλωσης της σύγχρονης οικονομικής επιβίωσης, της επαυξημένης επιβίωσης, όπου το καθημερινό βίωμα μένει στερημένο από απόφαση και υποταγμένο, όχι πια στη φυσική τάξη, αλλά στη ψευτο-φύση που αναπτύχθηκε στην αλλοτριωμένη εργασία? έτσι αυτός ο χρόνος ξαναβρίσκει εντελώς φυσικά τον παλιό κυκλικό ρυθμό που κανόνιζε την επιβίωση των προ-βιομηχανικών κοινωνιών. Ο ψευτο-κυκλικός χρόνος στηρίζεται συνάμα στα φυσικά σημάδια του κυκλικού χρόνου και συνθέτει νέους ομόλογους συνδυασμούς: τη μέρα και τη νύχτα, την εβδομαδιαία εργασία και ανάπαυση, την επιστροφή των περιόδων διακοπών» (Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, μετάφραση: Μαρία Ζάκκα, «Διεθνής Βιβλιοθήκη», 1972, σελ. 120. Υπογραμμίζει ο συγγραφέας.)
Το σπέρμα της ριζικής αναθεώρησης των νοουμένων παραμένει ενεργό, σύμφωνα πάντα με όσα προηγήθηκαν. Στο βαθμό μάλιστα κατά τον οποίο «η γλώσσα λειτουργεί ενάντια στην αντίληψη της αλήθειας από την πλευρά μας», όπως φρονούσε ο Γουίλιαμ Τζέιμς (The principle of Psychology, 1890), οι αναγνώστες του Τάο Τε Τσινγκ έχουν με άλλα λόγια κάθε δικαίωμα να αναζητούν την κεκρυμμένη αλήθεια στον αποκαλυπτικό μη-λόγο του Λάο Τσε. Άλλωστε, αν όντως ο Χώρος και ο Χρόνος είναι τρόποι σκέψης και όχι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε, όπως κατέδειξε ο Αϊνστάιν, τότε η επανεξέταση του κοσμικού φαινομένου σύμφωνα με τη ρηξικέλευθη μεθοδολογία του Κινέζου λογίου παίρνει στην εποχή μας μιαν άλλη πολυ-σημαίνουσα διάσταση. Εξ ου και το αμείωτο ενδιαφέρον για τα εξακολουθητικά μεταφράσματά του σημαδιακού αυτού βιβλίου.
Αξίζουν τον έπαινό μας οι δύο μεταφραστές, διότι όχι μόνο σεβάστηκαν την ουσία και τα συμφραζόμενα της παρακαταθήκης του Λάο Τσε, αλλά μετέγραψαν σε ωραιότατα ελληνικά το περίπλοκο πρωτότυπο. Ο δόκιμος ποιητής Δημήτρης Χουλιαράκης συνέβαλε ειδικότερα στην ανάπτυξη ενός λίαν ευάγωγου, καθόλα μουσικού λόγου.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
(Η Αυγή, Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/06/2009)