Αλλαγές στον οικονομικό σχεδιασμό φέρνει η απειλή της υπερθέρμανσης

της Ρουμπινας Σπαθη

Θα παραμείνει η Κίνα ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας όπως στην πρόσφατη κρίση ή έχει ήδη αρχίσει να κάμπτεται από έναν συνδυασμό εσωτερικών και διεθνών παραγόντων; Τι θα γίνει με το φιλόδοξο πενταετές πρόγραμμα που ανακοίνωσε τον Μάρτιο και το οποίο προέβλεπε στροφή στην εγχώρια κατανάλωση, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων, στη δημιουργία θέσεων εργασίας στα αστικά κέντρα, ακόμη και στην προστασία του περιβάλλοντος;
Τα ερωτήματα κάθε άλλο παρά θεωρητικά είναι, καθώς ο ασιατικός οικονομικός γίγαντας εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης -έστω και ως αποτέλεσμα συντονισμένων προσπαθειών των κινεζικών αρχών- σε μια στιγμή που η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας παραμένει ασταθής και η Ευρωζώνη βρίσκεται στη δίνη της κρίσης χρέους. Οι τράπεζες JPMorgan Chase, HSBC Holdings, Bank of America Merrill Lynch και Nomura Holdings αποκλείουν μια «ανώμαλη προσγείωση» της κινεζικής οικονομίας. Στη διάρκεια της εβδομάδας η Κίνα έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία που εμφανίζουν τον ρυθμό ανάπτυξης να επιβραδύνεται στο 9,5% από το 9,7% στο οποίο ανερχόταν το α΄ τρίμηνο του έτους. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μελετημένων κινήσεων της κινεζικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Κίνας, με σκοπό να αποθερμάνουν την οικονομία και να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό που ήδη έχει αρχίσει να αποτελεί μείζονα κίνδυνο, καθώς βρίσκεται σε επίπεδα πάνω από το 5,5%. Ιδιαίτερα η εκτίναξη των τιμών ορισμένων βασικών ειδών διατροφής, όπως το χοιρινό κρέας, εγκυμονεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων των κινεζικών αρχών τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων.
Εχουν, έτσι, καταφύγει σε τρεις αυξήσεις των επιτοκίων του γουάν μέσα στο έτος και σε επανειλημμένες αυξήσεις των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας για τις κινεζικές τράπεζες, ενώ έχουν επιβάλει περιορισμούς στη χορήγηση πιστώσεων. Η τελευταία αύξηση των επιτοκίων στις αρχές Ιουλίου ενέπνευσε ανησυχία για τις επιπτώσεις μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής στην ανάπτυξη, δεδομένου ότι το επιτόκιο των χορηγήσεων έφθασε με την τελευταία αύξηση στο 6,56%. Κι αυτό, γιατί είχε προηγηθεί τον Ιούνιο η επιβράδυνση του δείκτη που παρακολουθεί τον κλάδο της μεταποίησης στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 28 μηνών. Τον Ιούνιο, πάντως, η βιομηχανική παραγωγή υπερέβη και πάλι τις προβλέψεις σημειώνοντας αύξηση 15% ενώ οι λιανικές πωλήσεις εκτινάχθηκαν κατά 17,7%.
Την ίδια στιγμή όμως, η Κίνα υπαναχωρεί στα σχέδιά της για εκτεταμένες επενδύσεις στα σιδηροδρομικά δίκτυα και στον κορεσμένο τομέα της αιολικής ενέργειας. Ανακαλεί, έτσι, ώς έναν βαθμό το κολοσσιαίο πρόγραμμα επενδύσεων που είχε εξαγγείλει για την επόμενη πενταετία και το οποίο προέβλεπε την τοποθέτηση 1,5 τρισ. δολαρίων σε επτά τομείς. Οι Αρχές ευελπιστούσαν πως οι τομείς αυτοί, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι μεταφορές και η αιολική ενέργεια, θα αποτελούσαν πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης και θα διευκόλυναν τη μετάβαση της κινεζικής οικονομίας από τις εξαγωγές στην εγχώρια ανάπτυξη και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του κινεζικού λαού. Δικαιολόγησαν την απόφασή τους επικαλούμενες την ανάγκη να αντιμετωπίσουν την εκτεταμένη διαφθορά στα μεγάλα έργα υποδομής. Είχε, όμως, προηγηθεί και προειδοποίηση της Moody’s για ενδεχόμενη υποβάθμιση των κινεζικών τραπεζών εξαιτίας της μεγάλης έκθεσής τους σε χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη Moody’s, το πραγματικό χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Κίνα είναι κατά 3,5 τρισ. γουάν υψηλότερο από τις επίσημες εκτιμήσεις και η καλύτερη λύση θα ήταν να παρέμβει το Πεκίνο και να χρηματοδοτήσει τις τοπικές αρχές ή να αναλάβει το χρέος τους.

Επιθυμητή επιβράδυνση
Οι προσπάθειες των κινεζικών αρχών να τιθασεύσουν τον ιλιγγιώδη δανεισμό και να μετριάσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης επέφεραν επιβράδυνση στις ξένες επενδύσεις στην Κίνα. Τον Ιούνιο οι ξένες επενδύσεις σημείωσαν αύξηση μόλις 2,8% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 12,86 δισ. δολάρια. Τον αμέσως προηγούμενο μήνα ο ρυθμός αύξησης ήταν 13,4%. Στη διάρκεια, πάντως, των πρώτων έξι μηνών του έτους, η Κίνα προσείλκυσε επενδύσεις αξίας 60,9 δισ. δολαρίων καταγράφοντας ετήσια αύξηση 18,4%. Αναλυτές της IHS Global Insight επισημαίνουν πως ο συνδυασμός των μέτρων στα οποία καταφεύγει η κυβέρνηση, ακόμη κι αν λειτουργούν θετικά για την κινεζική οικονομία, προβληματίζουν τους επενδυτές ως προς τον αντίκτυπο που θα επιφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη. Εξάλλου, 30.000 τόνους σπάνιες γαίες αποφάσισε να εξαγάγει φέτος η Κίνα, μετά τη συνάντηση του υπουργού Εμπορίου της χώρας με τον ομόλογό του της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μία εβδομάδα μετά την καταδικαστική απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τον περιορισμό στις εξαγωγές οκτώ πρώτων υλών, το Πεκίνο πρόσθεσε 15.738 τόνους στην πρώτη δέσμη των 14.446 τόνων, την οποία είχε εξαγγείλει στα τέλη του περασμένου έτους.

(kathimerini.gr Hμερομηνία :  16/7/11)