Μια αποτύπωση της «πολιτιστικά» επαναστατημένης Κίνας απο το χέρι ενός αυτόπτη μάρτυρα

ΓΚΑΟ ΞΙΝΓΚΓΙΑΝ
Το βιβλίο ενός άντρα μόνου
ΜΤΦΡ.: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΥΚΙΑΣ
«Α.Α. ΛΙΒΑΝΗΣ»
ΣΕΛ. 586, E 20

«..Αφού απαγορευόταν ν' αλλάξεις πίστη, έπρεπε λοιπόν να ακολουθείς το Κόμμα ώς το τέλος. Ηταν λοιπόν αδύνατο να μην είσαι υποτελής; Κι αν δεν είχες πίστη; Κι αν αρνιόσουν αυτή την άτεγκτη και μονόδρομη επιλογή; Χωρίς αρχές μπορούσες να εξακολουθείς να ζεις; Οταν η μητέρα σου σε έφερε στον κόσμο, δεν είχες αρχές, μήπως το τελευταίο βλαστάρι αυτής της καταδικασμένης στην παρακμή οικογένειας δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αρχές; Το ότι δεν ήσουν επαναστάτης σήμαινε μήπως ότι ήσουν αντεπαναστάτης; Αν δεν ήσουν τραμπούκος στην υπηρεσία της επανάστασης, έπρεπε μήπως να εξακολουθείς να υποφέρεις γι' αυτήν; Αν δεν πέθαινες για την επανάσταση, είχες μήπως ακόμη το δικαίωμα να ζεις; Και πώς να ξεφύγεις επιτέλους από τη σκιά αυτής της επανάστασης; Αμήν...»

Από το βιβλίο
Το νομπελίστα Κινέζο εμιγκρέ στη Γαλλία Γκάο Ξινγκιάν/ Gao Xingjian (γεννημένο το 1940 και βραβευμένο το 2000 με την ανώτατη παγκοσμίως διάκριση για τη λογοτεχνία) είχαμε παρουσιάσει προ διετίας από τις στήλες της «Β». Τότε, γράφοντας για την ταυτότητά του επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, η σχέση του θεατρικού αυτού συγγραφέα, μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου και εικαστικού με το μοντερνισμό, φλερτ το οποίο του στοίχισε την εύνοια των αρχών της πατρίδας του, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1987.
Λάτρης, όπως ξέρουμε, των Ιονέσκο και Μπέκετ, επηρεάστηκε απ' αυτούς, κυρίως στο θεατρικό του έργο, παραμερίζοντας «τα διαθέσιμα υλικά αυτού του κόσμου» στη δραματουργία του, ήτοι τον περιγραφικό ρεαλισμό, τον οποίο η mainstream γραφή τής σήμερον αποθεώνει με τη συνεπικουρία ενίων (ευτυχώς όχι πολλών) κριτικών. Χρησιμοποίησα την προηγούμενη μετωνυμία για το ρεαλισμό εντός εισαγωγικών παίρνοντάς την από πρόσφατο άρθρο κριτικού μας σε εφημερίδα για βιβλίο Ελληνα μοντερνιστή, τον οποίο μισοεγκαλεί για το στιλ του, νουθετώντας τον εμμέσως να επιστρέψει στας ασφαλείς αγκάλας του γραμμικά αναπαραστατικού τρόπου γραφής.
Επιστρέφοντας στον Ξινγκγιάν: Το «Βιβλίο ενός άντρα μόνου» είναι ένα ογκώδες αφηγηματικό έργο, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, χωρίς μοντερνίστικες προτάσεις, πρέπει να πω, λόγω του χαρακτήρα της μαρτυρίας που διεκδικεί. Το συγκεκριμένο κείμενο ο Κινέζος συγγραφέας συνέθεσε μεταξύ 1966 και 1998. Καταλαβαίνουμε από την τελευταία αυτή πληροφορία ότι πρόκειται για την ανακεφαλαίωση του ταραγμένου βίου του δημιουργού επί χάρτου: για ένα φρέσκο στο οποίο αποτυπώνεται ο χάρτης της «πολιτιστικά» επαναστατημένης μαοϊκής Κίνας, ο οποίος σχεδιάζεται από το χέρι ενός αυτόπτη μάρτυρα. Από μια προσωπικότητα ευαίσθητη, παρατηρητική και καθόλου αναμάρτητη, διχασμένη ανάμεσα στον «ιστορικό» και «υπεριστορικό» χρόνο, δηλαδή ανάμεσα στην κοινωνική και ατομική της εκδοχή. Πρόκειται για ένα αυτοαναλυτικό βιβλίο, στο οποίο κυριαρχεί η συνομιλία ανάμεσα στο ατομικό ασυνείδητο και στο συλλογικό αντίστοιχό του, αφού διαπιστώνουμε μία συνεχή διαπίδυση μεταξύ των δύο προηγουμένων μεγεθών. Η αφήγηση πηγαινοέρχεται από τον έναν πόλο στον άλλον· πότε σταθμεύει εντός του υποκειμένου που μονολογεί ως παρατηρητής για τη σχέση του με τον εαυτό του και τον κόσμο και πότε περιγράφει τον ήρωα να βυθίζεται αναγκαστικά μέσα στους άλλους, στο μαζικό χώρο εμβαπτιζόμενος, εκών - άκων, στη συλλογική ιλύ. Φυσικά, όποτε μπορεί ο αφηγητής παίρνει τις αποστάσεις του και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κριτικάρει το σύστημα αξιών μέσα στο οποίο κινήθηκε. Και αυτές οι εγκλήσεις καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μαρτυρίας, η οποία μπολιάζεται και με δραματοποιημένα στοιχεία. Ο Ξινγκγιάν μας αφήνει τα περιθώρια να εννοήσουμε και τη μικρή του εμπλοκή σε μια ιστορία την οποία απέρριπτε ενδομύχως ή και εμπράκτως ενίοτε.
Ο συγγραφέας μας είναι σαφώς επηρεασμένος από το σενάριο της Μαργκερίτ Ντιράς στην ταινία του Αλέν Ρενέ «Χιροσίμα αγάπη μου», στο οποίο δύο ετερόφυλοι εραστές, μία Γαλλίδα κι ένας Γιαπωνέζος, ανακαλούν στη μνήμη τους συγγενή ψυχικά τραύματα: η γυναίκα διαπομπευμένη στην Κατοχή λόγω της σχέσης της με έναν Γερμανό κι εκείνος «ανάπηρος» λόγω της πυρηνικής επίθεσης στη χώρα του, ενώνονται μέσα από τα σκληρά τους βιώματα.
Εν προκειμένω η αφήγηση εκκινεί (ακολουθώντας μία σύντομη εισαγωγή για κάποια οικογενειακά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα) από την ερωτική συνάντηση του ήρωα στο σύγχρονο Χονγκ Κονγκ με μία Γερμανίδα, η οποία έχει χαραχθεί ισόβια από μία βίαιη σεξουαλική επίθεση στα δεκατρία της. Εκείνος, καθιερωμένος θεατρικός συγγραφέας, εμιγκρέ στη Γαλλία, βρίσκεται στην κινεζική πόλη για να παραστεί στην πρεμιέρα του τελευταίου του έργου και στο ενδιάμεσο των ερωτικών του συνευρέσεων με τη γυναίκα τής διηγείται την περιπετειώδη ζωή και τις φοβερές εμπειρίες του στη «Νέα δημοκρατία» του Μάο.
Η σχέση είναι διαταραγμένη: εκείνος, απελπισμένος, επιζητεί τη σεξουαλική ικανοποίηση, εκείνη, αναποφάσιστη και συγχυσμένη, έλκεται και απωθείται από τον υπαρξιακά απελπισμένο άντρα, ο οποίος αντιμετωπίζει την ηδονή ως ένα περίεργο καταφύγιο μαζοχιστικής και σαδιστικής κατάστασης. Σαν εκεί να συγκεντρώνεται, σε μια συνάντηση εξωφρενική, τρυφερά παθολογική και οριακή, η ουσία μιας σύγκρουσης ερωτικής με τον εαυτό του και τα πράγματα. Ο άντρας εξωτερικεύει μία καταπιεσμένη επιθετικότητα, μία λίμπιντο ταλαιπωρημένη από τα υποκριτικά ήθη της πρώην χώρας του, εκδηλωμένη στο παρόν με τρόπο νευρωτικό εξαιτίας του «πολιτικού» του τραύματος. Στο επίπεδο της γραφής η πληθωρική ερωτική συμπεριφορά του ήρωα μέσα στο χρόνο ίσως να τονίζεται σαν μια μετωνυμία ενός εκφραστικού αδιεξόδου, το οποίο εξάλλου υπογραμμίζεται απερίφραστα στις «δοκιμιακές», ας πούμε, σελίδες του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας εκφράζεται με σκεπτικισμό για το τελεσφόρο της λογοτεχνίας ως επικοινωνιακού μέσου.
Μέσα σε ένα συμβολικό περιβάλλον (το Χονγκ Κονγκ εκείνες τις ημέρες επιστρέφεται από τους Εγγλέζους στην Κίνα), το παράξενο ζευγάρι χωρίζει τους κόσμους του, αφού πρώτα η μνήμη έχει αναστηλώσει πολλά απωθημένα, τα οποία χρωματίζονται ιδιαίτερα με έναν θερμό παραλογισμό από τα βλέμματα των διαφορετικών (;) αυτών ερωτικών συντρόφων. Ο αφηγητής κάπου αναφέρει ότι έγραψε το βιβλίο προς χάριν της κοπέλας, δηλαδή με αφορμή έναν αδιέξοδο πόθο: εδώ συμβολικά ορίζονται και τα αναπαραστατικά προβλήματα της κατάστασης επί «πολιτιστικής επανάστασης», όταν ο ήρωας ανδρωνόταν σε μία εποχή ακραίων, ανήκουστων ανοησιών και φρικαλεοτήτων. Ο Ξινγκιάν με τις καταθέσεις του για εκείνα τα χρόνια της προσωπολατρικής ηλιθιότητας, τα οποία υμνούσαν, φευ, πλείστοι όσοι διανούμενοι «επαναστάτες» ανά την υφήλιο (σήμερα τακτοποιημένοι «εξωμότες» με λευκό μητρώο), μπαίνει στη χορεία των μειζόνων συγγραφέων ενός αντιεξουσιαστικού λόγου ουσίας: διότι κατορθώνει να ανασυνθέσει και να εξάγει εκτός του «σινικού τείχους» πίνακες μεγάλης παραφροσύνης ενός κόσμου ο οποίος ...ευτυχώς ακόμα κοιμάται,κατά το γνωστό ρηθέν.
Ο αφηγητής στην αρχή δηλώνει στην ερωμένη του ότι δεν θέλει να παγιδευτεί σε πολιτικολογίες, αλλά εκείνη, ωθώντας τον να θυμηθεί, τον παρασύρει σε αναβιώσεις, οι οποίες διασταυρώνουν το ατομικό με το συλλογικό αναγκαστικά. Ετσι γινόμαστε μάρτυρες στις πεντακόσιες τόσες σελίδες περιστατικών απείρου κάλλους, διαδραματισμένων εντός της μητρικής, «κόκκινης» σινικής αγκάλης των διαφόρων κομματικών οργάνων του θρυλικού προέδρου, τον οποίο σημειωτέον ο αφηγητής συναντά μόνο κατά την κηδεία του και τον περιλούει νοερά με άφθονη ειρωνεία και μίσος.
Η αποκαθήλωση της κινεζικής επανάστασης που γίνεται από τον Ξινγκιάν είναι απόλυτη: το φαινόμενο περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα ως μία απίστευτη δοκιμασία του σώματος και του πνεύματος. Οσον αφορά τη δομή του βιβλίου, θα είχε να παρατηρήσει κάποιος ότι αυτή πάσχει ως προς τη δραματική οικονομία: τα γεγονότα αθροίζονται σωρευτικά με τρόπο χαώδη. Αυτός ο ποταμός γεγονότων σε συνθλίβει, παρά τα στοχαστικά ιντερμέδια του συγγραφέα, που δεν κατορθώνουν να δώσουν οξυγόνο στο σύνολο. Ομως ο όγκος όσων ξετυλίχτηκαν μπροστά σου είναι επιβλητικός, επιπλέον ο διαπεραστικός σαρκασμός «εαυτού και αλλήλων» καθώς και η εφιαλτική ανασύνθεση ενός οργουελικού κόσμου σε κερδίζουν τελικά.
Ο Γιάννης Καυκιάς αντεπεξήλθε με έξοχο τρόπο στις βαριές υποχρεώσεις του. Απέδωσε όσο γινόταν καλύτερα αυτόν τον ενίοτε παραληρηματικό λόγο αλλά και τις διακυμάνσεις μιας αφήγησης η οποία εναγωνίως πάλευε με τα φαντάσματά της.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

Ελευθεροτυπία, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002