Του PHILIP S. GOLUB*
Η Ασία αποτελεί την αρχή της Ιστορίας και η Ευρώπη το τέλος της, προέβλεπε ο φιλόσοφος Εγελος τον 19ο αιώνα. Ομως, απ' ό,τι φαίνεται, οι εξελίξεις που σημειώνονται στις αρχές του 21ου αιώνα αποδεικνύουν ότι είχε άδικο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αν Γκανγκ Χου του Πανεπιστημίου Τσινγκ Χούα (Πεκίνο), «η άνοδος της Κίνας μοιάζει με εκείνη των ΗΠΑ πριν από έναν αιώνα (1870-1913). Και στις δύο περιπτώσεις, παρατηρείται υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης και συμβολή στην αύξηση του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος». Προσθέτει μάλιστα ότι, «όπως συνέβη και εκεί, η άνοδος θα αλλάξει, όχι μόνον την ίδια την Κίνα, αλλά και θα οδηγήσει στην αναδιάταξη ολόκληρης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων(1)».
Πράγματι, ορισμένες αναλογίες είναι εντυπωσιακές: η οικονομική και εδαφική(2) επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και η εντατική εκβιομηχάνιση μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1860-1865) διευκολύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την εισροή διεθνών επενδύσεων, οι οποίες, κατά διαδοχικά κύματα, διαδραμάτισαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου, στην επέκταση των μεταφορικών υποδομών, στον αποικισμό και στην ανάπτυξη ορισμένων εδαφών, καθώς και στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ηπειρωτικής αγοράς(3). Χωρίς τις υπερεθνικές εισροές, βρετανικής κυρίως προέλευσης (όχι όμως αποκλειστικά), η ανάπτυξη των ΗΠΑ θα ήταν λιγότερο γρήγορη και ισχυρή.
Ετσι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξαιρετικά παράδοξη κατάσταση. Ο καπιταλισμός τείνει από τη φύση του προς την παγκοσμιότητα και οι λογικές του υπερβαίνουν τη διαίρεση του κόσμου σε κράτη-έθνη. Ταυτόχρονα, δίνοντας προτεραιότητα στις επενδύσεις σε ορισμένες περιοχές, καταλήγει να δημιουργήσει εθνικές μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες μερικές φορές εξελίσσονται σε ηγεμονικές δυνάμεις.
Ωστόσο, η σταδιακή ενσωμάτωση των αναδυόμενων χωρών στην παγκόσμια οικονομία στα τέλη του 20ού αιώνα παρουσιάζει τεράστιες διαφορές με την καταναγκαστική ενσωμάτωση η οποία προκάλεσε τη μεγάλη απόκλιση Βορρά - Νότου και τις μόνιμες ανισότητες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.
Σήμερα, η ενσωμάτωση των αναδυόμενων χωρών στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό επιτρέπει την κινητοποίηση ενδογενών συντελεστών ανάπτυξης. Αν και χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία ή η Ινδία βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης με τις χώρες της Τριάδας (Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη, Ιαπωνία), αυτό δεν τις εμποδίζει να αυτονομούνται σταδιακά. Ετσι, το μερίδιο των εμπορικών ανταλλαγών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της περιοχής της Ανατολικής Ασίας έχει αυξηθεί, από το 40% το 1980 στο 50% το 1995 και στο 60% σήμερα.
Αυτή η «περιφερειοποίηση» των εμπορικών ανταλλαγών επιβεβαιώνει ότι ήδη περιορίζεται η έντονη εξάρτηση της περιοχής από την αμερικανική αγορά (single market dependency) η οποία αποτελούσε χαρακτηριστικό των δεκαετιών του 1980 και του 1990.
«Η ιστορία του κόσμου ταξιδεύει από την Ανατολή προς τη Δύση, γιατί η Ευρώπη είναι το απόλυτο τέλος της Ιστορίας, ενώ η Ασία η αρχή της». Η διάσημη φράση των Μαθημάτων για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Γεώργιου Γουλιέλμου Φρειδερίκου Εγελου (1831) αρκεί για να συνοψίσει το σύστημα των τελολογικών αναπαραστάσεων που έχει επικρατήσει από τον 19ο αιώνα. Η δυτική «νεωτερικότητα» εκλαμβανόταν -και εξακολουθεί να εκλαμβάνεται- ως η κατάληξη και το απόγειο μιας ανοδικής ιστορικής κίνησης. Οι κοινωνικές επιστήμες βασίζονταν στην αρχή της «μοναδικής ιδιαιτερότητας της Δύσης(4)» στην οποία υποτίθεται ότι στηρίζεται η μεγάλη της ανάπτυξη, η επέκτασή της, η κυριαρχία της.
Οι μύθοι της Δύσης
Ιδωμένη από τη Δύση, η «ακινησία» της Ασίας (και του υπόλοιπου κόσμου εκτός Ευρώπης) κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εξηγούνταν είτε από τον εγκλεισμό της μέσα σε ένα μαγικό θρησκευτικό σύμπαν, αδιαπέραστο από τον εργαλειακό ορθολογισμό της «νεωτερικότητας», είτε από τους πρωτόγονους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής («ασιατικός τρόπος παραγωγής»).
Οι αναπαραστάσεις αυτές ήταν απόλυτα λανθασμένες: γνωρίζουμε σήμερα ότι, πριν από το 1820, το επίπεδο ζωής, γνώσεων, θεσμών, αγοράς και οικονομικής δραστηριότητας του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ευρασίας ήταν συγκρίσιμα, και όχι άνισα· ότι, και μόνο λόγω του δημογραφικού μεγέθους τους, οι «οικονομίες-κόσμοι» που βρίσκονταν εκτός Ευρώπης ήταν σημαντικότερες· ότι η Κίνα και η Ινδία (όπως επίσης και η Οθωμανική Αυτοκρατορία) ήταν στο κέντρο πυκνών δικτύων περιφερειακών ανταλλαγών(5). Οι διεθνείς ιεραρχίες που διαίρεσαν μόνιμα τον κόσμο σε κυρίαρχα κέντρα και εξαρτημένες περιφέρειες δημιουργήθηκαν μονάχα όταν δρομολογήθηκε η καταναγκαστική οικονομική(6) και επέκταση της Δύσης.
Η σύντομη αυτή υπενθύμιση επιτρέπει να κατανοήσουμε τον ιστορικό χαρακτήρα της επανεξισορρόπησης που πραγματοποιείται γύρω από τις μεγάλες «αναδυόμενες» περιφέρειες: Ανατολική Ασία, Λατινική Αμερική και Νότια Ασία. Αυτές οι περιοχές που παλαιότερα βρίσκονταν στο περιθώριο, έχουν γίνει -ή γίνονται- αυτό που ο Φρανσουά Περού αποκαλεί ενεργές οικονομικές μονάδες, δηλαδή μονάδες «των οποίων το πρόγραμμα δεν είναι απλώς προσαρμοσμένο στο δικό τους περιβάλλον, αλλά οι οποίες προσαρμόζουν το περιβάλλον στο δικό τους πρόγραμμα(7)».
Αυτή η αλλαγή, η σημαντικότερη από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Δύση, ανατρέπει τις ιεραρχίες που εγκαθιδρύθηκαν από την επέκταση της Δύσης και σηματοδοτεί -κάτω από νέες ιστορικές συνθήκες- την επιστροφή στην πολυκεντρική τάξη πραγμάτων που ίσχυε πριν από το 1820.
Ενα από τα κυριότερα στοιχεία των αλλαγών είναι η σταθερότητα της ανοδικής τάσης της ισχύος της Ασίας. Ακολουθώντας τα βήματα της Ιαπωνίας, η οποία υπήρξε ο πρόδρομος της συγκεκριμένης τάσης, και, στη συνέχεια, των νέων βιομηχανικών κρατών της Βορειοανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας (τα οποία βγήκαν από την τριτοκοσμική υπανάπτυξη μέσα σε διάστημα μόλις δύο γενεών), η Κίνα και η Ινδία γνώρισαν μια αξιοθαύμαστη αναπτυξιακή δυναμική.
Μεταξύ 1980 και 2006, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπολογιζόμενο σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης ανά κάτοικο πολλαπλασιάστηκε επί 16 στην Κίνα και επί 5 στην Ινδία. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, το βάρος τους στο Παγκόσμιο ΑΕΠ πέρασε αντίστοιχα από το 3,2% και το 3,3% στο 13,9% και 6,17%, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2020 το βάρος του συνόλου της Ασίας θα φτάσει το 45%, από 34% σήμερα(8).
Η άνοδος των αναδυόμενων χωρών έχει άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας: αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, μείωση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων σε μια ολοένα ευρύτερη γκάμα αγαθών, πληθωρισμός στις τιμές των πρώτων υλών. Και, τέλος, οικονομική αναδιανομή προς όφελος αυτών των περιοχών που συσσωρεύουν τεράστια πλεονάσματα (τα συναλλαγματικά τους αποθέματα εκτιμώνται σήμερα σε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 800 δισ. το 2000, ενώ αποτελούν το 70% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων).
Κατ' αυτόν τον τρόπο, «η οικονομική εξουσία διαχέεται εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών(9)» , οι οποίες αποτελούν από το 1919 την καρδιά του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ (Citigroup, Morgan Stanley κ.λπ.), του λονδρέζικου Σίτι (Barclays) και της Ελβετίας (UBS) αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα κρατικά επενδυτικά σχήματα της Κίνας, της Σιγκαπούρης και των χωρών του Κόλπου για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους -την περίοδο Ιουνίου 2007-Ιουνίου 2008, τα επενδυτικά αυτά σχήματα επένδυσαν 46 δισ. δολάρια στις δυτικές τράπεζες και χρηματομεσιτικές εταιρείες, δηλαδή το ένα τρίτο των ποσών που απαιτήθηκε για τη σωτηρία τους μέσα από την αναδιάρθρωση της κεφαλαιακής τους βάσης(10).
Οι βαθιές δομικές αλλαγές είναι πολύ σπάνιες στην Ιστορία. Επιπλέον, δεν είναι σίγουρο ότι η αλλαγή που έχει δρομολογηθεί θα πραγματοποιηθεί χωρίς συγκρούσεις, δεδομένης της έκτασης και της πολλαπλότητας των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων που προκαλεί η ραγδαία ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός των πλέον πυκνοκατοικημένων περιοχών του κόσμου.
Βέβαια, οι προηγούμενες μετατοπίσεις του κέντρου βάρους του συστήματος είχαν συνοδευτεί από διεθνείς κρίσεις: χρειάστηκαν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι για να ανοίξει ο δρόμος για την Pax Britannica. Στη συνέχεια, χρειάστηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι για να μεταβληθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Ομως, αυτή τη φορά, οι μεγάλοι παίκτες στη διεθνή σκακιέρα πιθανόν να κατορθώσουν να διαφυλάξουν την ειρήνη. Αντίθετα από το 1815 και το 1914, η εξουσία αυτή τη στιγμή δεν μετατοπίζεται από ένα κέντρο σε ένα άλλο: αποκεντρώνεται σε μια πληθώρα πόλων.
Σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με παγκόσμια προβλήματα που δεν είναι δυνατόν να λυθούν σε εθνικό επίπεδο, ούτε καν σε περιφερειακό, τα γεωγραφικά σύνολα θα χρειαστεί να συμπλεύσουν προς την κατεύθυνση διάφορων μορφών ενισχυμένης συνεργασίας. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να ελπίζουμε.
Το γεγονός ότι το κινεζικό κράτος επέλεξε -μέσω των κρατικών επενδυτικών σχημάτων του- να βοηθήσει τη Γουόλ Στριτ κατά τη διάρκεια της σημερινής χρηματοοικονομικής κρίσης έχει και την πολιτική σημασία του.
Το Πεκίνο επιδιώκει την αλληλεξάρτηση με μια από τις σημαντικότερες συνιστώσες της αμερικανικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι η Δύση, η οποία είχε συνηθίσει να αποτελεί το κέντρο του κόσμου, πρέπει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα ενός κόσμου, ο οποίος στο εξής θα είναι πλουραλιστικός.
(1) Angang Hu, λόγος στο Royal Institute for International Affairs, Chatham House, Λονδίνο, 18 Απριλίου 2007.
(2) (ΣτΜ) Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή κατελήφθησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες σημαντικά εδάφη που ανήκαν στο Μεξικό (Καλιφόρνια, Τέξας...).
(3) Βλέπε Lance Ε. David και Robert J. Cull, «International Capital markets and American Economic Growth», 1820-1914, Cambridge University Press, 1994.
(4) Jack Goody, «L'Orient en Occident», Παρίσι, 1999.
(5) «Οταν η Κίνα και η Ινδία ήταν οι κυρίαρχοι του Κόσμου», στο «Κίνα, Κομφούκιος, Μάο, Αγορά», εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα, 2008 (Εκδοση στα ελληνικά του τεύχους 85 του «Maniere de voir» της «Le Monde diplomatique»). Για λεπτομερέστερα στοιχεία, βλέπε Kenneth Pomeranz, «The Great Divergence», Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϊ, 2000· Jack Goody, «L'Orient en Occident», όπ.π.· Cristopher Bayly, «La naissance du monde moderne, 1780-1914», «Le Monde diplomatique» - L'Atelier, Παρίσι, 2006.
(6) (ΣτΜ) Η Ιαπωνία π.χ. αναγκάστηκε να ανοίξει τις αγορές της στο παγκόσμιο (δυτικό) εμπόριο κάτω από την απειλή των πυροβόλων του αμερικανικού στόλου.
(7) Francois Perroux, «Pouvoir et economie generalisee», Presses Universitaires de France, Παρίσι, 1994, σ. 236.
(8) Εκτιμήσεις που στηρίζονται στην τράπεζα δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. Βλέπε http://www.econstats.com
(9) «Mapping Global Capital Markets : Fourth Annual Report», McKinsey Global Institute, Ουάσιγκτον. 2007.
(10) Βλέπε Laurent Quignon, «Financial Crisis, Banks in the Mid-stream», Conjoncture, ΒΝΡ Paribas, Μάιος 2008, και Georges Soros, «The Worst Market Crisis in 60 Years», «Financial Times», Λονδίνο, 22 Ιανουαρίου 2008.
* Ο PHILIP S. GOLUB είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Μελετών, Πανεπιστήμιο Παρίσι 8.
LE-MONDE - 23/11/2008