Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός γεννιέται στην Κίνα...
του Wang Hui (*)
Η καταστολή του κινήματος του 1989, στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, σηματοδότησε μια καμπή στην κινεζική ιστορία. Αυτή η κινητοποίηση, την οποία οι σχολιαστές υποβάθμισαν εσφαλμένα σε μια φοιτητική και φιλελεύθερη διαμαρτυρία, αφορούσε πολύ ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν φορείς μιας διπλής κοινωνικής και πολιτικής διεκδίκησης.
Η συντριβή του κινήματος επέτρεψε την επιτάχυνση της κινεζικής «μετάβασης» προς την οικονομία της αγοράς κάτω από αυταρχικές συνθήκες, με αύξηση των ανισοτήτων. Ακολουθεί η ανάλυση μιας μεγάλης προσωπικότητας της κινεζικής διανόησης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '70, και κυρίως από το 1989, η κινεζική κυβέρνηση προχώρησε σε μια πολιτική ριζοσπαστικής φιλελευθεροποίησης και εντάχθηκε στους πιο ένθερμους πρωταγωνιστές της παγκοσμιοποίησης. Αν και οι μεταρρυθμίσεις που εγκαθιδρύουν μια οικονομία της αγοράς σχολιάστηκαν αφειδώς, αντίθετα, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κράτος και τις αγορές δεν προσέλκυσε καθόλου την προσοχή.
Ομως, οι μεταρρυθμίσεις, κυρίως η μεταρρύθμιση της πολεοδομίας που τέθηκε σε εφαρμογή μετά το 1984, προκάλεσαν αναδιανομή του πλούτου: τη μεταφορά και την ιδιωτικοποίηση πόρων, τους οποίους μέχρι τότε διέθετε το κράτος, εκμεταλλεύτηκαν νέες ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων, οι οποίες σφετερίστηκαν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία για τους δικούς τους σκοπούς.
Εντονες ανισότητες παρουσιάστηκαν, όπως μαρτυρούν η συρρίκνωση της κοινωνικής προστασίας, το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, η μαζική ανεργία και η έξοδος των αγροτικών πληθυσμών προς τις αστικές ζώνες.
Τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την παρέμβαση του κράτους, το οποίο διατήρησε το πολιτικό σύστημα ζωντανό, αλλά απαλλάχθηκε από άλλα καθήκοντα που ασκούσε στην κοινωνία.
Αυτός ο δυϊσμός μεταξύ πολιτικής συνέχειας και οικονομικής και κοινωνικής ασυνέχειας προσδίδει στον κινεζικό φιλελευθερισμό έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ενας από τους κύριους στόχους της εξουσίας ήταν να επιλύσει την κρίση νομιμότητάς της, η οποία είχε καταστεί προφανής από το κοινωνικό κίνημα του 1989.
Από τότε, ο νεοφιλελεύθερος λόγος έγινε ηγεμονικός, εμποδίζοντας κάθε συζήτηση για προοπτικές και διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις. Η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) σηματοδοτεί την τελευταία φάση αυτής της διαδικασίας.
Για να κατανοήσει κανείς την αφετηρία αυτής της διαδικασίας, πρέπει να ανατρέξει στις οικονομικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στο 1978 και το 1989 και να αναλύσει το ρόλο του κράτους στην εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς. Η αποτυχία του κοινωνικού κινήματος του 1989, του οποίου οι κοινωνικές και δημοκρατικές προσδοκίες συνετρίβησαν στις 4 Ιουνίου στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, αποτελεί το αποφασιστικό σημείο αυτής της εξέλιξης.
Μολονότι οι περισσότερες μελέτες προέβαλαν το ρόλο των φοιτητών, των διανοουμένων και των «ρεφορμιστικών» πυρήνων στους κόλπους του κράτους, στην πραγματικότητα, στο κοινωνικό κίνημα στρατεύτηκαν πολύ ευρύτεροι τομείς της κοινωνίας. Οι φοιτητές, βέβαια, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, αφού η πνευματική απελευθέρωση και ο «Διαφωτισμός» της δεκαετίας του '80 είχαν υπονομεύσει τις παλαιές ιδεολογίες και είχαν ανοίξει νέες προοπτικές για την κριτική σκέψη.
Ομως, ο αυθορμητισμός και η έκταση της κινητοποίησης του 1989 δείχνουν ότι η κοινωνική προέλευσή της ήταν πολύ πιο ευρεία και πιο διαφοροποιημένη.
Στην πραγματικότητα, οι διανοούμενοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να προτείνουν ρεαλιστικούς κοινωνικούς στόχους. Δεν αντιλήφθηκαν πλήρως το πραγματικό βάθος αυτού του κινήματος. Καθώς το σοσιαλιστικό κράτος αποτελούσε τον κύριο στόχο της, η κριτική σκέψη ούτε διέκρινε ούτε κατανόησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των καινούριων κοινωνικών αντιφάσεων: ενώ το μαοϊκό κράτος διατηρούσε, μέσω του καταναγκασμού και του προγραμματισμού, την ανισότητα στο σύστημα με το πρόσχημα της ισότητας, το νέο «μεταρρυθμιστικό κράτος» μετέτρεπε αυτή την ανισότητα σε διαφορές εισοδημάτων ανάμεσα στα διάφορα στρώματα της κοινωνίας.
Οι κριτικές δεν αντιλήφθηκαν τις βαθιές σοσιαλιστικές τάσεις που διέπνεαν τη διαμαρτυρία του '80: δεν ήταν ο «σοσιαλισμός» της παλαιάς κρατικής ιδεολογίας, ο οποίος χαρακτηριζόταν από το μονοπώλιο, αλλά ένας νέος σοσιαλισμός, σε εμβρυακό στάδιο ακόμη, ο οποίος επιθυμούσε την κοινωνική προστασία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, σ' ένα πλαίσιο γρήγορης ανάπτυξης της αγοράς.
Παρά την ιδεολογική πολυμορφία του, το κίνημα ήταν σε γενικές γραμμές προσανατολισμένο ενάντια στο μονοπώλιο και τα προνόμια. Πρέσβευε τη δημοκρατία και την κοινωνική προστασία. Εκτός από τους αγρότες, που δεν αναμείχθηκαν άμεσα, συγκέντρωσε, στις μεσαίες και μεγάλες αστικές ζώνες, ανθρώπους που προέρχονταν από όλες τις τάξεις. Αυτή η ευρύτατη κινητοποίηση τομέων που εκπροσωπούσαν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έκανε να εκδηλωθούν ξεκάθαρα οι αντιφάσεις που υπήρχαν στους κόλπους του κράτους.
Μπορεί να διακρίνει κανείς δύο φάσεις στις μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη, ανάμεσα στο 1978 και το 1984, αφορούσε τις αγροτικές ζώνες. Η αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, η ενθάρρυνση της κατανάλωσης και η ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας μείωσαν σταδιακά τη διαφορά των εισοδημάτων ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο. Αν και η μερική εισαγωγή μηχανισμών της αγοράς έπαιξε συμπληρωματικό ρόλο σ' αυτή τη θετική εξέλιξη, οι μεταρρυθμίσεις ήταν βασισμένες σε παραδοσιακές κινεζικές πρακτικές για τη διανομή της γης, οι οποίες διέπονται από αρχές ισότητας. Η αγροτική παραγωγικότητα αυξήθηκε και, για ένα διάστημα, η πόλωση ανάμεσα σε αστικές και αγροτικές ζώνες αμβλύνθηκε. Το 1984 άρχισε μια δεύτερη φάση, η οποία ήταν αστική και σε γενικές γραμμές θεωρήθηκε αποφασιστική για την ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς. Από κοινωνική άποψη, αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από την «αποκέντρωση της εξουσίας και των συμφερόντων» (φανγκουάν ρανγκλί): μια διαδικασία ανακατανομής των κοινωνικών παροχών και των οικονομικών συμφερόντων, μέσα από τη μεταφορά πόρων σε ιδιωτικά συμφέροντα, πόροι οι οποίοι προηγούμενα ελέγχονταν και συντονίζονταν από το κράτος (1). Οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν δραστικά μετά το 1978 και στις τοπικές κυβερνήσεις παραχωρήθηκε μια αυξημένη εξουσία και ανεξαρτησία (2).
«Θηρευτές εισοδημάτων»
Οπως υπογραμμίζει ο κοινωνιολόγος Ζανγκ Ουά Λι, η αποκέντρωση «σε καμία περίπτωση δεν έθιξε την εξουσία των κρατικών οντοτήτων στην κατανομή των εισοδημάτων του πληθυσμού. Δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να περιορίσει την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης (...). Η διοικητική ανάμειξη στην οικονομική ζωή, αντί να καμφθεί, αντίθετα, ενισχύθηκε και, σαν να μην έφτανε αυτό, απέκτησε μια πολύ πιο άμεση μορφή από τότε που ασκούνταν από την κεντρική κυβέρνηση. Η αποκέντρωση δεν σήμανε διόλου την εξαφάνιση της παραδοσιακής, σχεδιοποιημένης οικονομίας, απλά ελαχιστοποίησε αυτή την παραδοσιακή δομή (3)».
Κυρίως δόθηκε έμφαση στη μεταρρύθμιση των κρατικών επιχειρήσεων: αρχικά, απέκτησαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ενθαρρύνθηκαν να ξαναοργανώσουν τις δραστηριότητές τους, να αλλάξουν τον τρόπο διαχείρισής τους. Στη συνέχεια, κάτω από την πίεση της αυξανόμενης ανεργίας, το κράτος προτίμησε τις μεταφορές ενεργητικών από το κλείσιμο επιχειρήσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα το βασικό προσανατολισμό προς την οικονομία της αγοράς. Το σύνολο της διαδικασίας -συγχωνεύσεις, μεταφορές ενεργητικών και κλείσιμο επιχειρήσεων- άλλαξε τις σχέσεις παραγωγής. Μόλις το κράτος άρχισε να παραιτείται από τα προνόμιά του στο βιομηχανικό και τον εμπορικό τομέα, μόλις πέρασε από την επεξεργασία και την εφαρμογή του Σχεδίου σε μια μακροοικονομική προσαρμογή, οι ανισότητες στην κατανομή των πόρων, που ήταν χαρακτηριστικό του παλαιού καθεστώτος, οξύνθηκαν και μεταφράστηκαν αμέσως σε νέες ανισότητες μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων και μεταξύ ατόμων.
Ηταν σχεδόν αναπόφευκτο, λόγω της απουσίας δημοκρατικού ελέγχου και ενός κατάλληλου οικονομικού συστήματος. Η θέση και τα συμφέροντα των εργαζομένων, ακόμη και των κρατικών υπαλλήλων, υπέστησαν σοβαρό πλήγμα. Το επιβεβαιώνει η εξασθένιση του οικονομικού ρόλου τους, η πόλωση στους κόλπους του ίδιου κοινωνικού στρώματος, η αποτελμάτωση των κοινωνικών παροχών και των εργατικών εισοδημάτων. Για να μη μιλήσουμε για την απουσία οποιασδήποτε μονιμότητας της εργασίας στα άτομα που είναι ηλικιωμένα, αδύναμα, άρρωστα, με ειδικές ανάγκες και στις έγκυες γυναίκες (4). Οι μεταρρυθμίσεις απέκτησαν, ωστόσο, μια νομιμότητα, λόγω των αποτελεσμάτων τους που ήταν αναμφίβολα απελευθερωτικά και της πνευματικής συζήτησης που προκάλεσαν. Το κράτος δεν οφείλει τη σταθερότητά του μόνο στον καταναγκασμό, αλλά επίσης στο γεγονός ότι μπόρεσε να συγκρατήσει αυτή τη δυναμική.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80, ο καλπάζων πληθωρισμός, η απειλή του οικονομικού χάους και της κοινωνικής αστάθειας σε μεγάλη κλίμακα αναζωπύρωσαν τη συζήτηση: ποιο δρόμο, άραγε, να επιλέξει κανείς; Μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της ιδιοκτησίας και τη γενική ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων ή μια δομική προσαρμογή ελεγχόμενη από το κράτος και μια μερική φιλελευθεροποίηση των τιμών; Προκρίθηκε η δεύτερη επιλογή, η οποία, συνολικά, πέτυχε, αφού η μεταρρύθμιση των τιμών ανάγκασε τα παλαιά μονοπώλια να προσαρμοστούν, ενισχύοντας τους μηχανισμούς της αγοράς. Η σημασία της επιτυχίας προκύπτει με σαφήνεια όταν συγκρίνει κανείς αυτά τα αποτελέσματα με εκείνα της «αυθόρμητης ιδιωτικοποίησης» στη Ρωσία.
Δυσκολίες στο σχέδιο
Ομως, αυτή η επιλογή δημιούργησε επίσης ένα σύνολο από προβλήματα. Η Κίνα εφάρμοζε ένα «διπλό σύστημα τιμών», τις τιμές των μέσων παραγωγής, που καθορίζονταν από το Σχέδιο, και τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, που καθορίζονταν από την αγορά. Αυτά τα δύο επίπεδα διευκόλυναν τη διαφθορά των κρατικών στελεχών και των επίσημων οργανισμών. Οι πόροι που κατείχε το κράτος μεταβιβάστηκαν «νόμιμα» και παράνομα προς όφελος των οικονομικών συμφερόντων μιας μικρής μειοψηφίας. Στη συναλλαγή ανάμεσα στην εξουσία και το χρήμα, ένα μέρος του πλούτου του δημόσιου τομέα μπήκε στις τσέπες των «θηρευτών εισοδημάτων» (5). Επιπλέον, η επέκταση, το 1988, του συστήματος των «συμβολαίων», τα οποία επέτρεπαν στις κρατικές επιχειρήσεις, τις τοπικές κυβερνήσεις και τα υπουργεία (μπούμεν) να συνάπτουν εμπορικές και χρηματοοικονομικές συμφωνίες με το εξωτερικό, προκάλεσε πληθωριστική άνοδο και εμφάνιση ανισοτήτων, μετατρέποντας «προϊόντα του Σχεδίου» σε προϊόντα της αγοράς (6).
Για να καταπολεμήσει αυτές τις δυσκολίες, η εξουσία ανακοίνωσε το Μάιο και τον Ιούνιο του 1988 ότι θα έθετε τέλος στο διπλό σύστημα τιμών και θα προσανατολιζόταν στη γενική φιλελευθεροποίησή τους. Αυτό προκάλεσε πανικό και σοβαρές κοινωνικές ταραχές, οι οποίες ανάγκασαν την κυβέρνηση να επαναφέρει έναν αυστηρότερο έλεγχο της οικονομίας. Αμέσως, οξύνθηκαν οι αντιφάσεις ανάμεσα στο κράτος και τις ομάδες που το ίδιο είχε δημιουργήσει - ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Η εμφάνιση σοβαρών κοινωνικών ανισοτήτων ήταν αποφασιστική για το ξέσπασμα του κοινωνικού κινήματος του 1989. Στις αστικές ζώνες, οι διαφορές των εισοδημάτων είχαν αυξηθεί σημαντικά: τα εισοδήματα των εργατών είχαν μειωθεί σε σημείο που απειλούνταν «η σιδερένια κούπα τους για το ρύζι». Η ανεργία είχε αυξηθεί στους εργαζόμενους των κρατικών επιχειρήσεων (χωρίς να έχει φτάσει, ωστόσο, το σημερινό δραματικό επίπεδό της), ο πληθωρισμός είχε υπερβεί το κόστος ζωής, ενώ οι κοινωνικές παροχές ήταν στάσιμες. Οι εργαζόμενοι δεν ήταν τα μόνα θύματα: το φαινόμενο είχε επηρεάσει επίσης την καθημερινή ζωή των μεσαίων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, προκαλώντας απόκλιση των εισοδημάτων ανάμεσα στους τελευταίους και τα άλλα στρώματα της κοινωνίας καθώς και, μεταξύ των υπαλλήλων, αυτών που έμπαιναν στην αγορά και αυτών που παρέμεναν στο δημόσιο τομέα (7).
Η αποτελμάτωση της αγροτικής μεταρρύθμισης μετά το 1985 δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να εντείνει την αυξανόμενη απογοήτευση σε σχέση με το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την όξυνση των συγκρούσεων συμφερόντων στους κόλπους του ίδιου του κράτους, τότε όλα τα συστατικά είχαν συγκεντρωθεί για μια κρίση νομιμότητας με όλους τους τύπους. Η κινεζική κοινή γνώμη δεν ενέκρινε τη σχεδιοποιημένη οικονομία. Ομως, η αλλαγή του συστήματος, η οποία είχε αρχίσει στα τέλη της δεκαετίας του '70, ενέπνευσε τη δυσπιστία, όταν φάνηκαν ξεκάθαρα νέες ανισότητες. Η νομιμότητα των μεταρρυθμίσεων, η πολιτική και η νόμιμη βάση τους τέθηκαν τότε σε αμφισβήτηση.
Οι φοιτητές και οι διανοούμενοι διεκδικούσαν στην ουσία συνταγματικά δικαιώματα, μια βιώσιμη δημοκρατική πολιτική, την ελευθερία του τύπου, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και το κράτος δικαίου. Ηθελαν να αναγνωριστούν ως νόμιμο πατριωτικό φοιτητικό κίνημα. Κι άλλα στρώματα του πληθυσμού υποστήριζαν αυτές τις διεκδικήσεις, αλλά έδιναν σ' αυτές πολύ πιο συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο: ήταν αντίθετοι στη διαφθορά και τις καταχρήσεις των υπευθύνων, έκαναν επίθεση στο «κόμμα του πρίγκιπα» (την προνομιούχα τάξη) και απαιτούσαν τη σταθερότητα των τιμών, κοινωνικές εγγυήσεις και κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και την ανάκτηση, για παράδειγμα, του Γιανγκ Που στο νησί Χαϊνάν, ένα είδος «ελεύθερης ζώνης» που είχε εκχωρηθεί στο ξένο κεφάλαιο. Η δημοκρατική διεκδίκηση συμβάδιζε με τη διεκδίκηση για μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Παρ' όλο που επέκρινε σαφώς το «παλαιό» καθεστώς, το κίνημα απηύθυνε τις διεκδικήσεις του στο «νέο μεταρρυθμιστικό κράτος» και αμφισβητούσε την πολιτική του. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο δεν υπονοούσε ασυνέχεια του κράτους, αλλά αλλαγή των λειτουργιών του. Το «νέο μεταρρυθμιστικό κράτος» ήταν, στην πραγματικότητα, πλήρως εξαρτημένο από την πολιτική κληρονομιά του «παλαιού».
Στο σύνολό του, το κίνημα αντιπροσώπευε μιαν αυθόρμητη αντίδραση κοινωνικής αυτοπροστασίας και διαμαρτυρίας ενάντια στον αυταρχισμό. Ωστόσο, μεταξύ των διαφορετικών συνιστωσών του, συγκαταλέγονταν οι ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων, οι οποίες κάποτε ήταν οι μεγάλοι νικητές της αποκέντρωσης της εξουσίας και του πλούτου. Αυτές οι ομάδες προέβαλαν τις δικές τους διεκδικήσεις, απαιτώντας από την κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικής ιδιωτικοποίησης. Παρενέβησαν στο κίνημα για να αλλάξουν τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό της κυβέρνησης σε μια κατεύθυνση που τις εξυπηρετούσε (οικονομικοί όμιλοι όπως η Kanghua Company και η Sitong Company άσκησαν έντονες πιέσεις). Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε στους διανοούμενους που συνδέονταν στενά με την κρατική εξουσία.
Στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, οι νεοφιλελεύθεροι εμφανίστηκαν ως αμφισβητίες του καθεστώτος που αγωνίζονται κατά της «τυραννίας» και υπέρ της «ελευθερίας». Απέκρυψαν τις περίπλοκες σχέσεις τους με την εξουσία, στην οποία στηρίζονταν για να αναπτύξουν την εσωτερική αγορά και να περάσουν την πολιτική τους για την αποκέντρωση και την ιδιωτικοποίηση του πλούτου. Ελλείψει δημοκρατικού ελέγχου, αυτός ο σφετερισμός των πόρων «νομιμοποιήθηκε» από την προσφυγή σε νέους νομοθετικούς μηχανισμούς. Λόγω των σχέσεων ανάμεσα στον κινεζικό «νεοφιλελευθερισμό» και την παγκόσμια τάξη, αυτοί οι «ριζοσπαστικοί μεταρρυθμιστές» επέβαλαν τη δική τους ερμηνεία για το κοινωνικό κίνημα του 1989, το οποίο εμφανίστηκε ως η πρωτοποριακή έκφραση του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα γεγονότα σύμφωνα μ' ένα σχήμα «υπέρ ή κατά» των μεταρρυθμίσεων. Η συζήτηση ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους και τις άλλες συνιστώσες του κινήματος δεν αφορούσε αυτή καθεαυτή τη μεταρρύθμιση, αλλά το χαρακτήρα της. Μολονότι όλοι υποστήριζαν την ιδέα για δημοκρατικές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι διαφορές αφορούσαν το περιεχόμενό τους και αυτό που έπρεπε να περιμένει κανείς. Η πλειονότητα των διαμαρτυρόμενων επιθυμούσε μια ριζική αναδιοργάνωση της πολιτικής και του νομικού συστήματος, η οποία θα εξασφάλιζε την κοινωνική δικαιοσύνη και έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό της οικονομικής ζωής. Αυτές οι προσδοκίες έρχονταν σε ριζική σύγκρουση με τις προσδοκίες των ομάδων ιδιωτικών συμφερόντων.
Οπως γνωρίζουμε, ο αγώνας για τη δημοκρατία, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη συνετρίβη από την κρατική βία στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, εκμηδενίζοντας τις ιστορικές δυνατότητες, των οποίων το κίνημα ήταν φορέας. Ομως, η αποτυχία του οφείλεται επίσης, έμμεσα, στο γεγονός ότι δεν ήταν ικανό να οικοδομήσει μια γέφυρα ανάμεσα σε δημοκρατικές και κοινωνικές διεκδικήσεις ούτε να συγκροτηθεί σε σταθερή κοινωνική δύναμη.
Αποτυχία του κινήματος
Πρέπει να τοποθετήσουμε το κίνημα στο παγκόσμιο πλαίσιο της άνθησης των αγορών και της ανάδειξης κοινωνικών δυνάμεων που αμφισβητούν το κυρίαρχο παγκόσμιο σύστημα. Αποτελεί τμήμα μιας συνέχειας που οδήγησε στα κινήματα διαμαρτυρίας ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο Σιάτλ, το Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1999, και ενάντια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο-Μάιο του 2000. Ολες αυτές οι κινητοποιήσεις εξέφρασαν μιαν ουτοπική ελπίδα για ισότητα και ελευθερία. Αντί να αναγνωρίσει αυτή τη διπλή σημασία του κινήματος του 1989, ο κυρίαρχος λόγος το κατέστησε κορυφαία απόδειξη του δυτικού μοντέλου. Το γεγονός απομονώθηκε έτσι από το περιεχόμενό του και την κριτική δύναμή του. Αποστερήθηκε την ιστορική σημασία του ως διαμαρτυρίας ενάντια στις νέες σχέσεις εξουσίας, ενάντια στη νέα ηγεμονία και τη νέα τυραννία (και όχι πια μόνο την παλαιά).
Μετά την Τιεν Αν Μεν, η κοινωνική διαμαρτυρία περιχαρακώθηκε σ' έναν πολύ περιορισμένο χώρο και ο νεοφιλελεύθερος λόγος έγινε ηγεμονικός. Το Σεπτέμβριο του 1989, η κυβέρνηση εφάρμοσε τη μεταρρύθμιση των τιμών, την οποία δεν είχε καταφέρει να επιβάλει μερικά χρόνια πριν. Και έπειτα από την περιοδεία του Ντενγκ Σιάο Πινγκ στο Νότο, το 1992, επιτάχυνε την εγκαθίδρυση της αγοράς. Η νομισματική πολιτική έγινε σημαντικό εργαλείο ελέγχου και ο τόκος συναλλάγματος προσαρμόστηκε για να προωθήσει τις εξαγωγές. Ο ανταγωνισμός στις εξαγωγές προκάλεσε την εμφάνιση και την ανάπτυξη εταιριών διαχείρισης. Οι διαφορές των τιμών, που οφείλονταν στο «διπλό σύστημα», μειώθηκαν. Η περιφέρεια Που Ντονγκ, στη Σανγκάη, άνοιξε στην ανάπτυξη και σύντομα νέες «ζώνες ανάπτυξης» εξαπλώθηκαν παντού.
Κοινωνική πόλωση
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι διαφορές εισοδημάτων μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων και μεταξύ περιοχών διευρύνθηκαν. Ενας καινούριος πληθυσμός φτωχών δεν έπαψε να αυξάνεται (8). Οντας αθεράπευτη, η παλαιά ιδεολογία αντικαταστάθηκε από τη στρατηγική που ονομάστηκε «δυνατοί σε δύο μέτωπα» (ιδεολογικό και οικονομικό) (λιανγκ σου γινγκ), η οποία, σε συνδυασμό με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έγινε ένα νέο είδος τυραννίας. Ο «νεοφιλελευθερισμός» αντικατέστησε την ιδεολογία του κράτους ως κυρίαρχη ιδεολογία, δίνοντας κατεύθυνση και συνοχή στις επιλογές της κυβέρνησης, στην εξωτερική πολιτική της και στις νέες αξίες των μέσων ενημέρωσης.
Η εγκαθίδρυση της κοινωνίας της αγοράς δεν εξάλειψε τις γενεσιουργούς αιτίες του κοινωνικού κινήματος του 1989. Τις νομιμοποίησε. Τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα της δεκαετίας του '90 -η διαφθορά, η κερδοσκοπία στα ακίνητα, η παρακμή της κοινωνικής προστασίας, η ανεργία, η εμπορευματοποίηση της αγροτικής εργασίας, οι μαζικές μεταναστεύσεις από την ύπαιθρο στις πόλεις (9), οι οικολογικές κρίσεις κ.λπ.- συνδέονται άμεσα με τις κοινωνικές συνθήκες πριν από το 1989. Η παγκοσμιοποίηση αύξησε περισσότερο αυτά τα προβλήματα, την έκτασή τους και τη γεωγραφική εξάπλωσή τους.
Με λίγα λόγια, η άνθηση των αγορών οδήγησε στην κοινωνική πόλωση και σε μια άνιση ανάπτυξη, αποσταθεροποιώντας έτσι τα θεμέλια της κοινωνίας. Συνέβαλε επίσης στο να ανοίξει το δρόμο στο νέο αυταρχισμό.
Βέβαια, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα δεν είχαν μόνο αρνητικές συνέπειες. Απελευθέρωσαν την Κίνα από τους καταναγκασμούς της και από αδιέξοδα που είχε προκαλέσει η Πολιτιστική Επανάσταση. Εθεσαν τη βάση για μια πραγματική και σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Είχαν απελευθερωτικές συνέπειες. Γι' αυτό, οι κινέζοι διανοούμενοι τις χαιρέτησαν. Ομως, αν τις εξετάσουμε από ιστορική άποψη, άφησαν επίσης βαθιές πληγές.
Για τη γενιά που μεγάλωσε μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, η μοναδική έγκυρη γνώση προέρχεται από τη Δύση, πιο συγκεκριμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ασία, η Αφρική, η Λατινική Αμερική, για να μην μιλήσουμε για την Ευρώπη, ιεροί τόποι της γνώσης και του πολιτισμού, είναι έξω από τον κινεζικό πνευματικό κύκλο επιρροής. Η απόρριψη της Πολιτιστικής Επανάστασης έγινε μέσο για την υπεράσπιση της κυρίαρχης ιδεολογίας και της κυβερνητικής πολιτικής: οποιαδήποτε κριτική στο νεοφιλελευθερισμό χαρακτηρίζεται «παράλογη υποχώρηση», ενώ η κριτική στο σοσιαλισμό και την κινεζική παράδοση επιστρατεύεται για να δικαιολογήσει την υιοθέτηση δυτικών μοντέλων ανάπτυξης και τελεολογικών λόγων για τον εκσυγχρονισμό.
Σωστή κριτική
Ωστόσο, η Κίνα δεν μπορεί να αρκείται να αξιολογείται με μέτρο την ιστορική ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού. Αντίθετα, αυτός ο καπιταλισμός πρέπει να υποστεί την κριτική, όχι για λόγους ευαρέσκειας, αλλά για να εκτιμήσουμε από νέα οπτική την κινεζική και την παγκόσμια πορεία και να ανακαλύψουμε τις νέες δυνατότητες που μας προσφέρει η ιστορία. Δεν πρέπει να απορρίψουμε την εμπειρία της νεωτερικότητας, η οποία, πάνω απ' όλα, είναι ένα απελευθερωτικό κίνημα σε σχέση με την ιστορική τελεολογία, τον ντετερμινισμό και τον φετιχισμό του προηγούμενου συστήματος. Πρέπει να μετατρέψουμε τις ιστορικές εμπειρίες της Κίνας και άλλων χωρών σε πηγές απ' όπου θα αντλήσουμε τη θεωρητική και πρακτική καινοτομία.
Με ιστορικούς όρους, το κινεζικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν ένα κίνημα αντίστασης και εκσυγχρονισμού. Για να κατανοήσουμε τις δυσκολίες της κινεζικής αναζήτησης της ισότητας και της ελευθερίας, πρέπει να αναρωτηθούμε σήμερα για τη δική μας πορεία εκσυγχρονισμού και να βρούμε δημοκρατικούς και κοινωνικούς δρόμους ικανούς να αποφύγουν την πόλωση και τη διάσπαση.
* Ιστορικός ιδεών, αρχισυντάκτης του Dushu, Πεκίνο.
(ελληνική μετάφραση enet.g,r δημοσιεύθηεκ στην LE-MONDE - 21/04/2002)