της Sonia Kolesnikov-Jessop/ The New York Times -International Herald Tribune
Εάν σήμερα ο Ξου Μπεϊχόνγκ/ Xu Beihong θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης κινεζικής ζωγραφικής, τούτο οφείλεται τόσο στην πρωτοποριακή δουλειά του στην τέχνη του μελανιού, το παραδοσιακό καλλιτεχνικό είδος της Κίνας, όσο και στην υιοθέτηση του γαλλικού ρεαλισμού. Επιπλέον, συνέβαλε στην ανόρθωση του ηθικού των συμπατριωτών του κατά τον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο, ενσωματώνοντας στα έργα του αντιιαπωνικά θέματα, σε χρόνια (1939-41) που βρισκόταν στην ακμή της σταδιοδρομίας του, ταξιδεύοντας στη Ν.Α. Ασία και την Ινδία, όπου διοργανώνονταν εκθέσεις του.
Τέχνη για τον λαό
Σε μια έκθεση τώρα, στο Μουσείο Τέχνης της Σιγκαπούρης, παρουσιάζονται 90 έργα από όλες τις φάσεις της δημιουργίας του, τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, ιχνηλατούν και την πορεία του. Ο κύριος λόγος που ο ρεαλισμός του (ύφος ξένο στην Ανατολή) είχε τέτοια επίδραση στην κινεζική τέχνη είναι το πλάτος του. Δίχως να απαρνιέται, όπως ο αντίστοιχος Δυτικός, το παρελθόν του, περιέκλειε και τον ρομαντισμό και τον εξπρεσιονισμό, αλλά δίχως τις υπερβολές τους.
Γεννημένος από καλλιτέχνες γονείς το 1895, στην επαρχία του Γιανκτσέ, έδειξε πρώιμο ταλέντο και το 1915 πήγε για σπουδές στη Σαγκάη, που τότε ήταν ένας τόπος όπου συνέβαλαν τα ρεύματα της δυτικής και της κινεζικής τέχνης και των πολιτισμών. Μέντοράς του ήταν ο Κανγκ Γιουβέι, που τον έσπρωξε στη μελέτη και την εισαγωγή στη δική του τέχνη, των δυτικών τεχνοτροπιών.
Ο Ξου ανδρώθηκε καλλιτεχνικά σε μια εποχή που η κλασική κινεζική τέχνη είχε παρακμάσει και απομακρυνθεί από τη ζωή. Οι ζωγράφοι δεν ένιωθαν πια την ανάγκη να διδαχθούν από τη Φύση, προτιμούσαν τα τεχνητά θέματα. Ο Ξου ήταν εκείνος που όχι μόνο τόνισε την ανάγκη να διδαχθούν οι καλλιτέχνες από τη Φύση, αλλά έδειξε και τον τρόπο. Μαζί και μια κατεύθυνση. Ηταν ο πρώτος που υιοθέτησε τις δυτικές επιστημονικές μεθόδους παρατήρησης, χρησιμοποιώντας τις ακριβείς αναλογίες της ανατομίας στα σώματα και εισάγοντας την προοπτική του σταθερού σημείου.
Το 1919 ταξίδεψε με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου εν μέσω του κυκεώνα του καλλιτεχνικού αναβρασμού, με τον εξπρεσιονισμό και τον φρέσκο κυβισμό, εκείνος στράφηκε στον ρεαλισμό. Και τούτο γιατί, όπως λέει η διευθύντρια του Μουσείου της Σιγκαπούρης Κουόκ Κιαν Τσόου, ένιωθε πως η τέχνη πρέπει να είναι πραγματική και κατανοητή από τον λαό. Επιστρέφοντας στην Κίνα το 1927 ίδρυσε και δίδαξε στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Νότιας Κίνας στη Σαγκάη και στη συνέχεια έδρασε από σημαντικές θέσεις, όπως του προέδρου της Κεντρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και του Εθνικού Συνδέσμου Κινέζων Καλλιτεχνών, που του εξασφάλισαν κύρος και επιρροή μέσα στην Κίνα έως τον θάνατό του το 1953.
Τέλος, του 1939, ο νομπελίστας Ινδός ποιητής, συγγραφέας και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, πρόεδρος τότε της Σινοϊνδικής Πολιτιστικής Εταιρείας, τον προσκάλεσε για εκθέσεις και διαλέξεις στην Ινδία. Μέσω του Ταγκόρ, ο Ξου γνώρισε τον Μαχάτμα Γκάντι, του οποίου σχεδίασε το πορτρέτο. Στη διάρκεια της διαμονής του στην Ινδία ολοκλήρωσε μερικά έργα τα οποία θεωρούνται από τα αριστουργήματά του, όπως το «Πορτρέτο του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ» (1940) με μελάνι και χρώματα πάνω σε χαρτί με άκρα προσοχή στη λεπτομέρεια και μην αφήνοντας ούτε ίχνος άσπρης, αζωγράφιστης επιφάνειας.
Ενα άλλο από τα σημαντικά έργα του είναι το πολύ μεγάλων διαστάσεων (4 μέτρα πλάτος) «Ο τρελός γέρος που μετακίνησε βουνά» (1940) καμωμένο με μελάνι. Βασίζεται σε ένα παλιό κινεζικό θρύλο για ένα γέρο που επέμενε να μεταφέρει ένα βουνό που το έφραζε τον δρόμο και εάν ο ίδιος δεν το κατόρθωνε, θα συνέχιζαν τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η σημασία του έργου και συμβολικά η επιμονή ήταν μια ενστάλαξη θάρρους στους συμπατριώτες του, στον αντιιαπωνικό αγώνα τους, λέγοντάς τους ότι πρέπει να συνεχίσουν.
Ενα άλλο σημαντικό έργο είναι το «Κατέβασε το μαστίγιο» (1939), που το φιλοτέχνησε στη Σαγκάη μετά μια παράσταση δρόμου, ενός πατριωτικού δράματος για ένα πατέρα και την κόρη του στην εξορία, στη διάρκεια του πολέμου. Τούτο, αλλά και πολλά άλλα έργα της έκθεσης προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές. Πουλήθηκε πέρυσι σε πλειστηριασμό αντί του ποσού ρεκόρ των 72 εκατομμυρίων δολαρίων του Χονγκ Κονγκ ή 9,25 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Το άρρωστο άλογο
Ακολουθώντας την κινεζική παράδοση, ο Ξου ζωγράφισε πολλά ζώα. Μόνο που αυτά διαφέρουν από τα παραδοσιακά στο ότι εκφράζουν τα αισθήματα του δημιουργού τους.
Ποια είναι τούτα, εξηγούν κινεζικά καλλιγραφήματα στο πλάι. Το «Λιοντάρι και φίδι» (1938) είναι άμεση αναφορά στον σινοϊαπωνικό πόλεμο και ένα άλογο που καλπάζει γεμάτο δύναμη και ζωή εκφράζει τα αισθήματά του ζωγράφου μετά τη νικηφόρα υπέρ της Κίνας έκβαση μιας μάχης.
Χαρακτηριστικά, από αυτή την άποψη, είναι τα άλογά του. Εχει ζωγραφίσει το «Αρρωστο άλογο» (1941) με την ουρά κατεβασμένη και το κεφάλι πεσμένο, που δεν είναι παρά ο ίδιος, όπως ένιωθε σαν φτωχός, ενδεής και μόνος φοιτητής στο Παρίσι.
(αποσπάσματα από κείμενο. ελληνική μετάφραση kathimerini.gr 04-07-2008)